Aγωνία για το μέλλον στα Βορίζια μετά τις κηδείες του Φανούρη Καργάκη και της Ευαγγελίας Φραγκιαδάκη, που δολοφονήθηκαν από ανταλλαγή πυροβολισμών το πρωί του περασμένου Σαββάτου.
Ως μήνυμα εκτόνωσης των παθών παρουσιάστηκε η ομιλία του ιερέα που τέλεσε την κηδεία της 56χρονης στον Αλικιανό Χανίων το μεσημέρι της Τρίτης. Ο πατέρας Εμμανουήλ στάθηκε μπροστά στο φέρετρο και υπενθύμισε ότι «τούτη την ώρα στεκόμαστε μπροστά σε ένα φέρετρο που δεν έπρεπε να υπάρχει. Μια νέα γυναίκα, μια μάνα φεύγει με τρόπο βίαιο και άδικο. Ο λόγος; Ένα ανθρώπινο πάθος που δε λέει να σβήσει και να σταματήσει στον τόπο μας».
Ο ιερωμένος συνέχισε επισημαίνοντας την ανοησία της βίας: «Όσο τραγικό είναι να οπλίζει ο άνθρωπος το χέρι εναντίον του αδελφού του, τόσο ανόητο είναι με αίμα να έχουμε δικαίωση ενώ το αίμα ποτίζει τη γη και φέρνει δάκρυα».
Κάλεσε σε καταλλαγή και απέκρουσε τη λογική της εκδίκησης: «Κανένα μίσος δεν γιατρεύεται με περισσότερο μίσος. Τα όπλα δεν τα έχουμε για τους αδελφούς μας, τα όπλα τα ευλογεί η εκκλησία μόνο όταν επιβουλευέται η ακεραιότητα της πατρίδας. Τέτοια γεγονότα δεν πληγώνουν μόνο τις οικογένεια, ντροπιάζουν την Κρήτη μας. Η Κρήτη δεν είναι νησί εκδίκησης αλλά τιμής φιλότιμου λεβεντιάς και φιλοξενίας».
Στο ίδιο πνεύμα πρόσθεσε πως «λεβεντιά δεν είναι να σηκώνεις το όπλο, είναι να κρατάς την ψυχή σου όρθια στον πόνο. Να έχεις δύναμη να συγχωρείς, να κάνεις πίσω, να σταματάς το κακό πριν απλωθεί. Η Εκκλησία ζητά από όλους ας σταματήσει ο ανόητος κύκλος της βίας, ας γίνει ο πόνος αφορμή για καταλλαγή, συγχώρευση και ειρήνη. Όσο αφήνουμε το αίμα να κυλάει, ο τόπος μαυρίζει».
Οι γυναίκες της οικογένειας Φραγκιαδάκη επίσης απηύθυναν εκκλήσεις για ψυχραιμία. Η σύζυγος του 29χρονου που παραδόθηκε μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του την Τρίτη —μητέρα ενός 5χρονου και ενός βρέφους 10 ημερών— ζήτησε λογική και υπογράμμισε ότι οι γυναίκες μπορούν να επηρεάσουν καταστάσεις για το καλό των παιδιών τους, όπως μετέδωσε το cretalive.gr.
Η ίδια υποστήριξε πως δεν είδε όπλα από την πλευρά της οικογένειάς τους, αλλά περιέγραψε ότι διακρίναμε καθαρά κάποιον να πυροβολεί με Καλάσνικοφ από ψηλά, από το σπίτι του 27χρονου κουνιάδου της —και ότι η σύζυγός του είναι έγκυος. Για τον 39χρονο Φανούρη είπε ότι τον είδαν να κινείται με το αυτοκίνητό του «έχοντας έξω τα χέρια του» και ισχυρίστηκε ότι «κρατούσε και πιστόλι και Καλάσνικοφ. Πέρασε σφαίρα και όποιον σκότωνε. Μας “έπαιζε” κανονικά». Περιέγραψε επίσης το πανικό στο σπίτι της: ο άνδρας της την κατέβασε από τις σκάλες επειδή θηλάζει και το άλλο παιδί ήταν στην αυλή ενώ έπεφταν σφαίρες. Είπε ακόμη ότι τοποθέτησαν βόμβα στο σπίτι του κουνιάδου της, χωρίς σεβασμό ότι η συνυφάδα της είναι έγκυος.
Η μητέρα των συλληφθέντων αφηγήθηκε τη νύχτα πριν το αιματηρό συμβάν: περιέγραψε ότι άκουσαν θόρυβο γύρω στις 22:30 και διαπίστωσαν ότι είχε ανατιναχθεί το σπίτι του γιου της. Φώναξαν την αστυνομία, η οποία —κατά την ίδια— άργησε δύο ώρες να φτάσει. Υποστήριξε ότι τα παιδιά εκείνη τη στιγμή ήταν σε γάμο και τόνισε ότι ο γιος της δεν θα το έκανε αυτό στο δικό του σπίτι, καθώς παλεύει χρόνια για να το φτιάξει.
Από την πλευρά της οικογένειας Φραγκιαδάκη, η μητέρα της 56χρονης συγκλονίζει μετά την κηδεία λέγοντας πως δεν τρέφει μίσος και ζητά να σταματήσει το κακό: «Δεν προκαλώ τίποτε αλλά θέλω να σταματήσει το κακό εδώ να μην έχουμε και άλλα. Δεν μισώ κανέναν, δεν έχω τίποτα με κανέναν. Το κακό να σταματήσει εδώ. Τίποτε άλλο δεν έχω να πω. Φάγανε την κόρη μου άδικα».
Αντίθετα, η μητέρα του Φανούρη, μιλώντας στο Action 24 μία μέρα μετά την κηδεία, κατήγγειλε «εν ψυχρώ εκτέλεση» του γιου της και απαίτησε να φύγει από το χωριό η οικογένεια Φραγκιαδάκη: «απαιτώ να φύγουν αυτοί (σ.σ η οικογένεια Φραγκιαδάκη) από το χωριό». Ισχυρίστηκε ότι η άλλη πλευρά προκαλούσε συνεχώς και σχολίασε πως στο ίδιο σημείο πριν από ένα χρόνο είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν και τον εγγονό της. Περιέγραψε σκηνές με «μπαλωθιές» και φωνές, κατηγορώντας πως «μετά πήγαν στην εκκλησία, φέρανε τα καλάνσικοφ, ο γιος πέρασε από εκεί, του είχαν ενέδρα και τον σκότωσαν εν ψυχρώ».
Η ίδια υποστήριξε επίσης πως «τραυματίστηκαν συναμεταξύ τους, αυτοί σκότωσαν τη δικιά τους, γύρω γύρω παίζανε», και εξέφρασε τον πόνο της λέγοντας: «Εγώ κατέχω πως έχασα το παλικαράκι μου, παιδί μου, αντράκι μου». Τέλος, επανέλαβε την απαίτηση να φύγουν από το χωριό οι αντίπαλες οικογένειες, εκφράζοντας φόβους μήπως το μίσος συνεχιστεί.
Συνολικά, οι κηδείες και τα μηνύματα ιερέα και συγγενών σκιαγραφούν ένα χωριό βαριά συντετριμμένο και διχασμένο, με εκκλήσεις για ειρήνη και συγχώρεση από κάποιους και έντονες καταγγελίες και απαιτήσεις εκδίωξης από άλλους — ενώ ο φόβος για τη «επόμενη μέρα» παραμένει έντονος.













