Η κουλτούρα της συνεχούς σύγκρισης

Της Αλεξίας Χαρακίδα

Η σύγκριση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας. Από πολύ νωρίς, οι άνθρωποι αναζητούν πρότυπα, μετρούν τις δυνάμεις τους σε σχέση με τους άλλους και διαμορφώνουν έτσι την αίσθηση ταυτότητας και αξίας. Ωστόσο, στις σύγχρονες κοινωνίες η σύγκριση έχει πάψει να είναι μια φυσική διαδικασία αυτογνωσίας και έχει μετατραπεί σε έναν μηχανισμό κοινωνικής πίεσης και πολιτικής αναπαραγωγής ανισοτήτων. Στον κόσμο της εικόνας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της οικονομίας που δομείται γύρω από την ανταγωνιστικότητα, η αξία του ατόμου συχνά δεν ορίζεται από το ποιος είναι, αλλά από το πόσο “καλύτερος” εμφανίζεται σε σχέση με τους άλλους.

Σε ψυχολογικό επίπεδο, η συνεχής έκθεση σε ιδεατά πρότυπα επιτυχίας και τελειότητας γεννά έντονα αισθήματα ανεπάρκειας. Η αίσθηση ότι κανείς πρέπει αδιάκοπα να υπερβαίνει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλους τους άλλους γύρω του, οδηγεί σε χρόνιο άγχος, μειωμένη αυτοεκτίμηση και συχνά σε φαινόμενα εξουθένωσης. Ιδίως οι νεότερες γενιές, οι οποίες μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον όπου η κοινωνική αναγνώριση μετριέται με “likes”, followers και επιφανειακές συγκρίσεις, βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση αυτή την ψυχική φθορά. Το αποτέλεσμα είναι η εσωτερίκευση μιας αίσθησης διαρκούς ανεπάρκειας, που υπονομεύει όχι μόνο την προσωπική ευημερία, αλλά και την κοινωνική εμπιστοσύνη.

Σε κοινωνικό επίπεδο, η κουλτούρα της σύγκρισης ενισχύει τον ατομικισμό και υπονομεύει τη συλλογικότητα. Οι άνθρωποι συχνά αξιολογούν τον εαυτό τους όχι με βάση τις προσωπικές τους ανάγκες και αξίες, αλλά συγκρίνοντάς τον με την κοινωνική τους θέση απέναντι στους άλλους. Έτσι, η κοινωνική συνοχή αντικαθίσταται από μια διαρκή αίσθηση ανταγωνισμού. Οι ανισότητες μεγεθύνονται, καθώς η ίδια η κοινωνία καλλιεργεί τη λογική ότι η αξία κάποιου εξαρτάται από το αν υπερτερεί, και όχι από το αν συνεισφέρει. Το αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση κοινωνικών αποκλεισμών και η εδραίωση ενός περιβάλλοντος όπου η συνεργασία εκλαμβάνεται συχνά ως αδυναμία.

Η πολιτική διάσταση του φαινομένου είναι εξίσου καθοριστική. Οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί, εστιάζοντας σε δείκτες ανταγωνιστικότητας, οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας, ενισχύουν τη λογική της σύγκρισης σε συλλογικό επίπεδο. Κράτη, κοινωνικές ομάδες και πολίτες καλούνται να αποδείξουν την αξία τους μέσα από συγκρίσεις με άλλους, χωρίς να δίνεται η ίδια βαρύτητα σε ζητήματα ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ψυχικής υγείας. Η σύγκριση μετατρέπεται έτσι σε εργαλείο πολιτικής νομιμοποίησης: οι κοινωνίες καλούνται να αποδέχονται ανισότητες και πιέσεις στο όνομα της “ανάπτυξης” και της “προόδου”.

Η καλλιέργεια μιας κουλτούρας συνεχούς σύγκρισης δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που διαπερνά την ατομική ψυχολογία, τη συλλογική ταυτότητα και την πολιτική πρακτική. Η υπέρβασή του προϋποθέτει έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης: την αναγνώριση ότι η αξία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο πόσο ξεπερνά τους άλλους, αλλά στο πόσο μπορεί να ζει σε ισορροπία με τον εαυτό του και να συνεισφέρει στο κοινό καλό. Αυτό σημαίνει την ανάγκη για πολιτικές που επενδύουν στην ψυχική υγεία, μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και προωθούν αξίες συνεργασίας και αλληλεγγύης. Μόνο μέσα από μια τέτοια προοπτική, η σύγκριση μπορεί να επανέλθει στον αρχικό της ρόλο: όχι ως μέτρο καταπίεσης και διάσπασης, αλλά ως εργαλείο αυτογνωσίας και κοινωνικής εξέλιξης.


H Αλεξία Χαρακίδα έχει σπουδάσει Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Διοίκηση ΔΠΘ, ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα ΕΚΠΑ, ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική ΕΚΠΑ και είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών.

Κύλιση στην κορυφή