Καθημερινά είναι πλέον τα περιστατικά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τη βία των ανηλίκων, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το φαινόμενο τείνει να γίνει κανονικότητα, παρόλο που οι ειδήσεις εξακολουθούν να μας σοκάρουν αλλά και να μας προβληματίζουν. Ακόμη και αν το πρόβλημα ανοίχθηκε στο δημόσιο διάλογο και ανακοινώθηκαν αυστηρότερες ποινές από την κυβέρνηση για τα περιστατικά που σημειώνονται σε σχολικό περιβάλλον, η κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει εύκολα και σύντομα.
Η έξαρση της βίας μεταξύ ανηλίκων δεν είναι ένα απλό ή μονοδιάστατο φαινόμενο. Συνδέεται με πολλαπλούς κοινωνικούς, οικογενειακούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Αναζητώντας τις αιτίες που οδηγούν σε αυτό το φαινόμενο, αναγκαζόμαστε να κοιτάξουμε στο παρελθόν, συγκρίνοντας τα δεδομένα από αντίστοιχα φαινόμενα. Ανακαλύπτουμε, ωστόσο, ότι τέτοια περιστατικά συνέβαιναν πάντοτε και είχαν κυρίαρχη αιτία την εφηβεία, μία από τις πιο κρίσιμες και ταυτόχρονα πιο ευάλωτες περιόδους στη ζωή του ανθρώπου. Είναι το στάδιο εκείνο της μετάβασης από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, κατά το οποίο το άτομο προσπαθεί να διαμορφώσει την ταυτότητά του, να ορίσει τα όριά του και να βρει τη θέση του στον κόσμο. Μέσα σε αυτή την έντονη διαδικασία αναζήτησης και αμφισβήτησης, η βία εμφανίζεται όλο και πιο συχνά ως τρόπος έκφρασης, εκτόνωσης ή ακόμη και επιβεβαίωσης.
Παράλληλα, το οικογενειακό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο. Η έλλειψη επικοινωνίας, η υπερβολική αυστηρότητα ή αδιαφορία, τα πρότυπα βίας μέσα στο σπίτι, αλλά και η απουσία θετικών προτύπων γενικότερα, οδηγούν αρκετούς εφήβους στην αναζήτηση ταυτότητας μέσα από ομάδες συνομηλίκων, στις οποίες κυριαρχεί η επιβολή και ο ανταγωνισμός. Σε αυτό συμβάλλουν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία κυριαρχούν στην καθημερινότητα των νέων παιδιών. Η τεχνολογία έχει εισβάλλει σε κάθε πτυχή της ζωής των νέων ανθρώπων, με τα ανήλικα παιδιά να λαμβάνουν πρότυπα, να ανταλλάσσουν απόψεις και να ανακαλύπτουν τον «έξω» κόσμο με τη βοήθεια του διαδικτύου. Αντίστοιχα, είναι ένας τρόπος αυτοπροβολής και επιβεβαίωσης του ίδιου του ατόμου που βρίσκεται σε στάδιο προσαρμογής και ανακάλυψης εαυτού.
Η βία προβάλλεται συχνά ως μέσο «δύναμης» ή «ανωτερότητας», ενώ περιστατικά εκφοβισμού και ξυλοδαρμών βιντεοσκοπούνται και διακινούνται στα social media, μετατρέποντας την επιθετικότητα σε θέαμα. Τα νέα παιδιά όχι μόνο μεταδίδουν περιστατικά βίας αλλά συχνά τα «δοξάζουν». Η αναπαραγωγή βίντεο ξυλοδαρμών ή ταπεινώσεων μέσω TikTok ή Instagram συμβάλλει στην κανονικοποίηση της βίας και στην καλλιέργεια μιας τοξικής κουλτούρας επίδειξης ισχύος. Στο κοντινό παρελθόν είχαν «δαιμονοποιηθεί» τα video games ή οι βίαιες ταινίες, ως οι κύριοι λόγοι που οδηγούσαν τα παιδιά στη βία, όμως η κλιμάκωση των περιστατικών οδηγεί σε μεγαλύτερη ανησυχία.
Η οικογένεια διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της νοοτροπίας των παιδιών και πρέπει να αναζητηθούν σοβαρά οι λόγοι που ο θεσμός της οικογένειας έχει πλέον εκπέσει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Μία αιτία είναι η οικονομική κατάσταση που αναγκάζει τους γονείς να δουλεύουν πολλές ώρες και να λείπουν από το σπίτι. Παράλληλα, έχουν αυξηθεί οι μονογονικές οικογένειες, με το βάρος της διαπαιδαγώγησης να «πέφτει» στον ένα γονέα και να υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία στην ισορροπία και τη σωστή δουλειά. Την ίδια ώρα, το σχολείο αδυνατεί να καλύψει αυτό το κενό, με την έλλειψη εκπαίδευσης στους καθηγητές αλλά και την αδυναμία να επιβληθούν στα παιδιά. Προγράμματα σχολικής διαμεσολάβησης, ψυχολογικής υποστήριξης και ενδυνάμωσης των μαθητών θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προληπτικά και να μειώσουν την ένταση των συγκρούσεων.
Παράλληλα, η εκπαίδευση στην ενσυναίσθηση, τη συναισθηματική νοημοσύνη και τη μη βίαιη επικοινωνία πρέπει να ενταχθούν οργανικά στο σχολικό πρόγραμμα, ώστε τα παιδιά να αποκτούν τα απαραίτητα εφόδια για την επίλυση διαφορών χωρίς επιθετικότητα. Η έξαρση της βίας των ανηλίκων αποτελεί έναν καθρέφτη των κοινωνικών αντιφάσεων και ελλείψεων. Η αντιμετώπισή της απαιτεί συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων — κράτους, σχολείων, οικογενειών και κοινωνίας — με στόχο όχι μόνο την καταστολή, αλλά κυρίως την πρόληψη και την ουσιαστική στήριξη της νέας γενιάς.
Τόσο η πολιτεία όσο και η κοινωνία οφείλει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με σοβαρότητα και όχι μόνο με την λύση της αυστηροποίησης των ποινών και της Αστυνομίας. Χρειάζεται άμεσα η ψυχολογική στήριξη παιδιών αλλά και γονέων μέσω προγραμμάτων που θα πρέπει να παρέχονται στις σχολικές δομές, ενώ παράλληλα να ενισχύονται και οικονομικά οι οικογένειες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Τέλος, το σωφρονιστικό σύστημα για τους ανηλίκους χρειάζεται αναμόρφωση προκειμένου να αναμορφώσει τη συμπεριφορά τους και όχι να λειτουργεί τιμωρητικά.