Ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, γράφει στο αφιερωματικό τεύχος της «Βεργίνα τηλεόραση» για την 89η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης:
Το καλύτερο ΕΣΥ όλων των εποχών να γίνει: Πρότυπο Δημόσιας Υγειονομικής Φροντίδας
«Aπό την πρώτη στιγμή που ανέλαβα εκ νέου την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, έθεσα έναν ξεκάθαρο στόχο: να παραδώσουμε στους πολίτες ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας καλύτερο από ποτέ. Ένα ΕΣΥ που θα απαντά στις σύγχρονες ανάγκες, θα αξιοποιεί τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και θα σέβεται κάθε άνθρωπο.
Και αυτό δεν είναι απλώς ένα όραμα, αλλά μια πράξη που υλοποιείται μέρα με τη μέρα, έργο το έργο. Νιώθω ειλικρινά υπερήφανος για όσα έχουμε καταφέρει αυτούς τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες. Η πρόοδος που σημειώθηκε δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, αλλά καρπός συστηματικού σχεδιασμού, σκληρής δουλειάς και μιας μοναδικής ευκαιρίας που αξιοποιήσαμε στο έπακρο: των αυξημένων χρηματοδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Xάρη στην καθοριστική πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, σημαντικό μέρος αυτών των πόρων διοχετεύθηκε στον τομέα της Υγείας, επιτρέποντάς μας να δρομολογήσουμε μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις που ενισχύουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας με τρόπο βιώσιμο και μακροπρόθεσμο.
Την ίδια στιγμή, αξίζει να τονίσουμε ότι, πέρα από την κρατική στήριξη, καθοριστικής σημασίας είναι και η συμβολή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η ενίσχυση του ΕΣΥ είναι υπόθεση συλλογική. Ιδρύματα, επιχειρήσεις και πολίτες που επιλέγουν να προσφέρουν στον τομέα της υγείας, ενισχύουν το κοινό καλό και ανοίγουν νέους δρόμους για ποιοτικότερες και προσβάσιμες υπηρεσίες φροντίδας. Όταν η δημόσια βούληση συνεργάζεται με την κοινωνική ευαισθησία, το αποτέλεσμα ξεπερνά κάθε μεμονωμένη προσπάθεια.
Κορυφαία παραδείγματα αυτής της σύμπραξης είναι όσα συμβαίνουν —και όσα έρχονται— στη Θεσσαλονίκη. Μια πόλη με τεράστια ιστορική σημασία, πληθυσμιακό βάθος και κρίσιμο ρόλο για τη Βόρεια Ελλάδα, δικαιούται ένα σύστημα υγείας που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Και αυτή η ανάγκη μετατρέπεται σε πράξη με δύο μεγαλεπήβολα έργα, αλλά και σειρά παρεμβάσεων σε υφιστάμενες δομές.
Το νέο αντικαρκινικό νοσοκομείο: Μια εμβληματική τομή για τη Βόρεια Ελλάδα
Πρώτο στη σειρά των μεγάλων έργων είναι η κατασκευή του νέου, υπερσύγχρονου αντικαρκινικού νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα έργο που υλοποιείται μέσω Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), μια δέσμευση που είχαμε αναλάβει και πλέον γίνεται πραγματικότητα. Η σημασία αυτού του νοσοκομείου είναι πολλαπλή. Δεν μιλάμε μόνο για έναν νέο κτιριακό όγκο. Μιλάμε για έναν ολοκληρωμένο κόμβο υγείας και φροντίδας, που θα περιλαμβάνει Κέντρο Ψυχικής Υγείας, Τομέα Αποκατάστασης Ασθενών, Μονάδα Παρηγορητικής Φροντίδας και Χώρους Φιλοξενίας Συνοδών.
Πρόκειται για μια μονάδα που έρχεται να καλύψει όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη, αλλά το σύνολο της Βόρειας Ελλάδας, με υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, καινοτόμες υποδομές και πλήρη κάλυψη των αναγκών των ασθενών. Και το σημαντικότερο: προχωρά σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Δεν λέμε λόγια· προχωρούμε με πράξεις, και είμαι ειλικρινά υπερήφανος για αυτό το έργο, που θέτει νέα δεδομένα για τη δημόσια περίθαλψη στον ογκολογικό τομέα.
Πανεπιστημιακό Παιδιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΙΣΝ: Η καινοτομία στην υπηρεσία των παιδιών
Το δεύτερο μεγάλο έργο που αλλάζει το τοπίο στη Θεσσαλονίκη είναι το Πανεπιστημιακό Παιδιατρικό Νοσοκομείο, μια σπουδαία δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ). Για δεκαετίες, η συμπρωτεύουσα στερούνταν ενός πλήρως εξειδικευμένου παιδιατρικού νοσοκομείου. Η προσδοκία αυτή πλέον παίρνει σάρκα και οστά. Το νέο παιδιατρικό νοσοκομείο που θα παραδοθεί στα τέλη του 2027 δεν είναι απλώς ένα ακόμη νοσοκομείο. Είναι το μεγαλύτερο παιδιατρικό ίδρυμα στην Ανατολική Ευρώπη, σχεδιασμένο με τη φιλοσοφία του «campus».
Αυτό σημαίνει ότι θα εστιάζει όχι μόνο στη θεραπεία, αλλά και στην ποιότητα ζωής του παιδιού και της οικογένειάς του. Θα ενσωματώνει στοιχεία της φύσης στην καθημερινότητα των ασθενών, ενώ θα διαθέτει υπερσύγχρονα διαγνωστικά και θεραπευτικά μέσα. Παράλληλα, δεν θα περιορίζεται μόνο στις υπηρεσίες υγείας. Θα αποτελεί κέντρο εκπαίδευσης, έρευνας και καινοτομίας. Το νέο αυτό νοσοκομείο θα καλύπτει δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες ανάγκες όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά και του συνόλου της Βόρειας Ελλάδας.
Παρεμβάσεις σε όλο το φάσμα των δομών
Η στρατηγική μας για τη Θεσσαλονίκη δεν περιορίζεται μόνο στα νέα νοσοκομεία. Παρεμβαίνουμε δραστικά και στις υπάρχουσες δομές. Ήδη υλοποιούνται σημαντικά έργα όπως η νέα πτέρυγα του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, που έρχεται να ενισχύσει τις υπηρεσίες σε κρίσιμες ειδικότητες, νέα κτίρια στο Νοσοκομείο Παπανικολάου, δίνοντας λύσεις σε χρόνιες ελλείψεις, ανακαίνιση αιθουσών και ενίσχυση του εξοπλισμού στο ΑΧΕΠΑ και φυσικά ολική ανακαίνιση των Κέντρων Υγείας του νομού, αναβαθμίζοντας την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Είναι σαφές πως οι παρεμβάσεις μας είναι ολιστικές. Κοιτάμε το σύστημα στο σύνολό του — όχι αποσπασματικά.
Το Υπουργείο Υγείας, οι υπηρεσίες του, και εγώ προσωπικά είμαστε συνεχώς παρόντες δίπλα στα έργα και τους ανθρώπους που τα υλοποιούν. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις, λύνουμε προβλήματα και φροντίζουμε να τηρούνται τα χρονοδιαγράμματα.
Το καλύτερο ΕΣΥ όλων των εποχών
Η φιλοδοξία μας είναι ξεκάθαρη: να παραδώσουμε στους διαδόχους μας το καλύτερο ΕΣΥ όλων των εποχών. Δεν είναι υπερβολή, είναι ρεαλιστικός στόχος που χτίζεται με μεθοδική δουλειά, συνεργασίες και ξεκάθαρες προτεραιότητες. Το Υπουργείο Υγείας, οι υπηρεσίες του, και εγώ προσωπικά, είμαστε συνεχώς παρόντες, δίπλα στα έργα και τους ανθρώπους που τα υλοποιούν. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις, λύνουμε προβλήματα και φροντίζουμε να τηρούνται τα χρονοδιαγράμματα.
Η Θεσσαλονίκη γίνεται πρότυπο δημόσιας υγειονομικής φροντίδας. Με τα νέα νοσοκομεία, τις επενδύσεις σε υποδομές, τον εξοπλισμό αιχμής και τη δέσμευσή μας στην ποιότητα των υπηρεσιών, η πόλη περνά σε μια νέα εποχή. Είμαι βαθιά πεπεισμένος πως, όταν κοιτάμε πίσω αυτή την περίοδο, θα τη θυμόμαστε ως το σημείο καμπής που το ΕΣΥ έγινε πραγματικά σύγχρονο, φιλικό προς τον ασθενή, λειτουργικό και δίκαιο. Γιατί η Υγεία είναι το υπέρτατο δημόσιο αγαθό. Και η Θεσσαλονίκη αξίζει —και αποκτά— την υγειονομική υποδομή που της αναλογεί.»