του Χαράλαμπου Κατσιβαρδά
Είναι πρόδηλον ότι η Δημοκρατία μας, πλήττεται εκ βάθρων και αμφισβητείται ευθέως εκ της επιβεβλημένης δικτατορίας των ευηθών προσώπων, οι οποίοι ασύδοτα, ασελγούν προς την λαϊκή συνείδηση, αδιαφορώντας παντελώς δια τα ταυτοτητοποιητικά στοιχεία του έθνους αλλά και δια την συλλογικό θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων.
Η Ελλάδα καθίσταται ίσως η μοναδική χώρα, η οποία μολονότι η «Θρησκεία» δηλονότι η ζώσα ορθόδοξη παράδοσή μας ως ακατάλυτος άρρηκτος αρμός της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας, καθίσταται Συνταγματικώς κατοχυρωμένη, παρά ταύτα, βάλλεται πανταχόθεν και ουδαμώς προστετεύται το δικαίωμα του θρησκεύειν των Ελλήνων Πολιτών, ή να τιμούν με ευλάβεια και απύθμενο σεβασμό τα όσια και τα ιερά του τόπου τους.
Συνεπεία, λοιπόν, της εγκαθιδρυμένης παγκοσμιοποιήσεως, αποδομείται, υπό των κοσμο-εξουσιαστών, οποιοδήποτε συστατικό στοιχείο της εθνικής μας υποστάσεως, μέρος της οποίας αναμφιρήστως αποτελεί, εξ ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους και η ζώσα Ορθόδοξη παράδοσή μας,
Ως εκ τούτου λοιπόν ο Χαρακτήρας του Συντάγματος μας καθίσταται ανυπερθέτως Χριστιανικά Ορθόδοξος, τούτο δε συνάγεται αιτιωδώς από το άρθρο 3, 14 παρ. 3, 16 παρ. 2, του Συντάγματος συν το γεγονός ότι αρχήθεν, όλα τα Συντάγματα ψηφίστηκαν εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδας όπως το Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822, του Άστρους το 1823, και της Τροιζήνας το 1827, επί Βαυαρών : 1832,1864,1911,1952, επί Δημοκρατίας : 1975,1986,2001,2008,2019, παρεκτός δύο Συνταγμάτων του ηγεμονικού εν έτει 1832 και του Δημοκρατικού εν έτει 1927.
Εις επίρρωσιν των ως άνω, η κεφαλίς του Συντάγματός μας, δηλονότι, η προμετωπίδα, κάνει μνεία περί του Τριαδικού Θεού, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί, εκ των ών ούκ άνευ, θεμελιώδη Συνταγματική μη αναθεωρητέα διάταξη, λόγω ότι ανήκει εις τον σκληρό πυρήνα, κατά το άρθρο 110 παρ. 1, λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος την οποία φέρει λόγω ότι έχει κανονιστική ισχύ ως οργανικό μέρος του συνόλου του Συντάγματος.
Παρά την περίοπτη αυτή Συνταγματική αυξημένης τυπικής ισχύος κατοχύρωση του Ορθόδοξου δόγματος και της ιστορικής συμβολής της εις τα επαναστατικά κινήματα της Τουρκοκρατίας καθώς και αλλαχού, η Πολιτεία, περιφρονεί ιταμώς το Ορθόδοξο φρόνημα του Ελληνικού λαού.
Η Πολιτεία, κατατείνει, ενόψει του πολιτισμικού ισοπεδωτισμού και την εν γένει προωθούμενης πανθρησκείας, να εξοβελίσει από την συλλογική μνήμη του Ελληνικού λαού, την Ορθόδοξη πίστη, δια των νομοθετικών της πράξεων, με αποτέλεσμα, σε μία σήμερα βαθμηδόν μετασχηματιζόμενη πολυπολιτισμική κοινωνία, εξαιτίας και συνεπεία της ανέλεγκτης ροής στιφών αλλοδαπών, φορέων μίας πανσπερμίας θρησκευμάτων, με προεξάρχον τον Μουσουλμανισμό, καθίσταται αδηρίτως αναγκαίο να υπάρχει ένα επαρκές νομικό οπλοστάσιο το οποίο να διασφαλίζει την ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των ετερόκλητων θρησκευμάτων, αποσοβώντας, τοιοτοτρόπως, τυχόν σοβούσες φονταμενταλιστικές τάσεις.
Αντί αυτού όμως είδαμε την σκανδαλώδη κατάργηση των καίριων διατάξεων δια του νέου ποινικού κώδικα, (Ν. 4619/2019), ήτοι του, προηγουμένως εν ισχύ, άρθρου 198 του Π.Κ- περί κακοβούλου βλασφημίας, του άρθρου 199 του Π.Κ -καθύβριση θρησκευμάτων και του άρθρου 201 –περιύβρισης νεκρών, όπως προβλέπονταν και τιμωρούνταν εις το κεφάλαιο 7 του Ποινικού κώδικα με τίτλο επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης, σε βαθμό πλημμελήματος, με αποτέλεσμα σήμερον να αντιμετωπίζουμε έξαρση, οργανωμένων κακόβουλων και βλάσφημων επιθέσεων κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με βεβήλωση Ιερών Εικόνων συμβόλων, αισχρές ύβρεις και ούτω καθ’ εξής, διότι πλέον οι ως άνω ηθικώς αξιόμεμπτες και αξιοκατάκριτες πράξεις δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα.
Κατάπληξη και απορία δε προκαλεί, η αιτιολογική έκθεση της ως άνω καταργήσεως των επίμαχων διατάξεων, η οποία αναφέρει λιτά το εξής : «καταργούνται….αφού γίνεται γενικώς δεκτό ότι δεν προσβάλλουν κανένα υπαρκτό κοινωνικό μέγεθος και επομένως δεν συνιστούν αξιόποινες πράξεις»
Ως εκ τούτου λοιπόν, η Πολιτεία δια των ως άνω σκόπιμων ενεργειών της, καθιδρύει «κερκόπορτες» εις το μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας, δια των οποίων θα εισδύσουν «Δούρειοι ίπποι» οι οποίοι με την σειρά τους θα εγκαταστήσουν βραδυφλεγής βόμβες, οι οποίες εν ευθέτω χρόνω, θα αποσταθεροποιήσουν την Ελλάδα.
Η πίστη προς τον Θεό δεν συνιστά μία πεποίθηση ή συνείδηση ερμηνείας περί του καλού και του κακού, ή ωσαύτως δεν εξαντλείται σε ιδεολογήματα, ή επιστημονικές σοφιστείες, αποτελεί κάτι ενδότερο το οποίο ορίζει την υπόσταση του ανθρώπου και τον καθιστά ελεύθερο από οιαδήποτε οντολογική αναγκαιότητα, ο Τριαδικός Θεός αποτελεί τον πλάστη του σύμπαντος.
Ασφαλώς και η ζώσα Ορθόδοξη παράδοση μας, εναγκαλίζεται με τον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα, δίχως όμως να ταυτίζεται κατ’ ανάγκη και εν ταυτώ δε χωρίς να σημαίνει ότι αναιρεί, το περίφημο «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδας», τα αναφέρω τούτα, ίνα καταδείξω ότι το Ορθόδοξο Δόγμα εδράζεται σε θεμελιώδες απαρασάλευτες αρχές οι οποίες κληροδοτούνται εις τους αιώνες των αιώνων, ως παρακαταθήκη του Θεού, πλην όμως, ο ίδιος ο Χριστός έχει απόλυτη βούληση, ελευθερία να ενεργήσει και να επέμβει ουσιαστικά εις την ζωή μας, δια της χάρις του ή δια οιουδήποτε τρόπου.
Η Θεολογική επιστήμη, συνιστά ένα εργαλείο ερμηνείας, της ιστορικής, της πολιτειακής, και της δογματικής διαστάσεως του Εκκλησιαστικού γεγονότος της Ορθοδόξου παραδόσεως, ή άλλως συνιστά ένα ευέλικτο καλειδοσκόπιο επισκοπήσεως των πολυποίκιλων διατάσεων της Εκκλησίας, υπό το πρίσμα το δογματικό, το ιστορικό, το κοινωνικό και το πολιτικό.
Όμως σήμερον, η έννοια της πίστης καθίσταται ιδιαίτερα επίκαιρη, διότι αποτελεί το μέσο αντιμετώπισης των βιούμενων δυσμενών καταστάσεων οι οποίες, ενώ φαίνονται ότι έχουν αμιγώς ανθρώπινα κίνητρα, πλην όμως εάν αποκωδικοποιήσει κανείς πιο προσεκτικά τις εξελίξεις και τα τεκταινόμενα αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν ορισμένες «σκοτεινές» πνευματικές δυνάμεις οι οποίες δεσπόζουν και κινούν τα νήματα προς τους ιθύνοντες ίνα επιτύχουν την αμαύρωση του κύρους του ανθρώπινου προσώπου.
Την ως άνω κατάσταση του παγιωμένου και επί μακρον ερριζωμένου ψευδοπροοδευτισμού, εκμεταλλεύονται ένιοι, αυτοαποκαλούμενοι, καλλιτέχνες, οι οποίοι συγχέουν την οξεία ψυχοπαθολογία, με την κατ’ επίφαση ελευθερία της τέχνης, όπισθεν της οποίας νομιμοποιούν οτιδήποτε χυδαίο, εκτρωματικό και προσβλητικό, για την κοινωνία, εκτός εάν τελούν εν διατεταγμένη υπηρεσία διότι ορούμε, ότι ενίοτε διευλαύνονται εκ ταπεινών ελατηρίων, να βλασφημήσουν αποκλειστικά κατά των Ιερών Συμβόλων και των Αγίων της Ορθοδοξίας μας, αφήνοντας εις το απυρόβλητο οιαδήποτε άλλη θρησκεία, άρα, εύλογο καθίσταται εν προκειμένου να γεννάται η βάσιμη εντύπωση, ότι η αμετάθετος βούλησής του, καθίσταται η δόλια επίθεση κατά τον πυρήνα της Ορθοδοξίας μας.
Ήδη βιώσαμε λίαν προσφάτως, σκηνές απείρου κάλλους, εν τη Εθνική Πινακοθήκη, όπου φιλοξένησε κάποια φερόμενα ως έργα τα οποία απολαμβάνουν μίας ιδιότυπης ασυλίας, και παρεκκλίνουν αντιδημοκρατικά, δογματικά, αυθεντικά και αντιδημοκρατικά δήθεν, οποιασδήποτε κριτικής από τους πολίτες, για ποιο λόγο άραγε, η ελευθερία της τέχνης επιδέχεται και θετικά και αρνητικά σχόλια, εισέτι αιχμηρά και οξεία, εν προκειμένω είδαμε την τέχνη να λογοκρίνει και να ποινικοποιεί οποιαδήποτε αντίδραση, ιδίως κιόλας όπου εν προκειμένω, έθιγαν το θρησκευτικό συναίσθημα, της πλειοψηφίας του Ελληνισμού.
Συνελόντι ειπείν διψούμε για Συνταγματική ελευθερία και διεκδικούμε, την πραγματική ελευθερία της Τέχνης και του Ανθρώπινου προσώπου, όπως μετουσιώνεται εις την Ορθοδοξία και όχι την στυγνή δικτατορία και της ερπύστριες της ασυδοσίας της ψευδώνυμης μειοψηφικής έννοιας της τέχνης της εξωνημένης και παρωχημένης ελίτ, της αντεπιστημονικής woke υποκουλτούρας .
Β Ακροθιγής τεκμηρίωση του Χριστιανικώς ορθόδοξου Χαρακτήρα του Συντάγματος
Σύνταγμα της Ελλάδας (1975, 1986, 2001,2008,2019)[1]
Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος
Είναι πρόδηλον ότι το Σύνταγμα έχει αυξημένη τυπική ισχύ εν σχέση προς τους συνήθεις νόμους, αποτελεί δηλαδή τον θεμελιώδη νόμο του κράτους, όπου οι υπόλοιποι νόμοι για να ισχύον δέον όπως συνάδουν προς την Συνταγματική έννομη τάξη.
Κατ’ αναλογίαν το αυτό ισχύει και ως προς το προοίμιο του Συντάγματος μας το οποίο υποδηλώνει την ιστορική παράδοση μας η οποία είναι αμιγώς Χριστιανική, εξ αυτού λοιπόν του λόγου αναφέρεται (εις την προμετωπίδα του Συντάγματος) ότι το Σύνταγμα ενταύθα ψηφίζεται εις το Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, συγκεφαλαιώνοντας εύγλωττα την μακραίωνη σύζευξη Ορθοδοξίας και Χριστιανισμού ως μία καινοφανή συμπύκνωση των ως άνω μεγεθών, αρχής γενομένης εκ της εξεγέρσεως των Ελλήνων ενόψει της πολιτειακής οργάνωσης του νεοπαγούς έθνους-Κράτους, με το οιονεί σύνθημα εν είδει επωδούς: «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδας την Ελευθερία» Εξάλλου εκ της παραγράφου 2 του άρθρου 120, (της ακροτελεύτιας διατάξεως του Συντάγματος) προκύπτει ότι «ο σεβασμός[2] στο Σύνταγμα και στους Νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και την Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση της Πολιτείας», υπό την έννοια ότι η πατρίδα και η δημοκρατία ανάγονται σε μείζον δημόσιο αγαθό, την προστασία των οποίων εγγυάται η εύρυθμη λειτουργία της Συνταγματικής νομιμότητας, δεδομένου ότι το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει εις την δικαιοσύνη την διακρίβωση της αντισυνταγματικότητας των Νόμων, δεδομένου ότι δεν παύει να αποτελεί (το Σύνταγμα) τον Θεμελιώδη και ανώτερο όλων των άλλων νόμων του Κράτους,
[1] Όπως δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α’ 211/24.12.2019). Σημειώνεται οι αλλαγές των άρθρων του Συντάγματος όπου αναθεωρήθηκαν από την ΣΤ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων με το από 6 Μαρτίου 1986 Ψήφισμα (ΦΕΚ Α’ 22/12/12.3.1986) από την Ζ΄ Αναθεωρητικοί Βουλή των Ελλήνων με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα (ΦΕΚ Α’ 84/17.04.2001), από την Η’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων με το από 27 Μαίου 2008 ψήφισμα (φΕΚ Α’ 102/2.06.2008) και από την Θ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων με το από 25 Νοεμβρίου 2019 Ψήφισμα (ΦΕΚ Α’ 187/28.11.2019).
Πηγή του Συντάγματος βεβαίως κατά άρθρο 1 παρ. 2 στου Συντάγματος αποτελεί η λαϊκή κυριαρχία « Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία»
Καθίσταται πρόδηλο ότι όποιος τηρεί απαρεγκλίτως το Σύνταγμα, τηρεί και εφαρμόζει ανυπερθέτως όλους τους νόμους συλλήβδην, επειδή το Σύνταγμα αυτό καθ’ αυτό αποτελεί την πηγή των νόμων, οι οποίοι δυνάμει του της παραγράφου 2 του άρθρου 120, οφείλουν να συνάδουν αείποτε προς το Σύνταγμα. Οι νόμοι δηλαδή δέον όπως ανακεφαλαιώνονται εις το Σύνταγμα όπως οι επί μέρους εντολές του Ευαγγελίου ανακεφαλαιώνονται εις την εντολή της αγάπης.
Ούτως δυνάμεθα να πούμε ότι η συνταγματικότητα των νόμων παρουσιάζει αναλογικές βεβαίως ομοιότητες με την ενότητα των ευαγγελικών εντολών, οι οποίες ανάγονται όλες σε μία, εις την υπέρτατη εντολή της αγάπης, η οποία συνιστά κατά τον νομοδιδάσκαλο Απόστολο Παύλο «το πλήρωμα του νόμου» τοιουτοτρόπως και το Σύνταγμα αποτελεί το πλήρωμα όλων των νόμων.
[2] Διαφωτιστική είναι, ίσως, η διάκριση μεταξύ υπακοής στο Σύνταγμα, που απαιτείται από το άρθρο 16 παρ. 1 για τους ακαδημαϊκούς δασκάλους, πίστης στο Σύνταγμα που απαιτείται για του δημοσίους υπαλλήλους από το άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος και σεβασμού και τήρησης του Συντάγματος από τους πολίτες που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 4 αντίστοιχα του άρθρου 120
Φ Σπυρόπουλος/Ξ Κονταξής/Χ Ανθόπουλος/Γ Γεραπετρίτης , «Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία» , εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σελ 1818-1819 : κατ’ άρθρο ερμηνεία ακροτελεύτιας διατάξεως, άρθρου 120 του Συντάγματος .
Εξ αυτού λοιπόν του λόγου δυνάμεθα απεριφράστως να είπωμεν ότι ο τηρών το Σύνταγμα «νόμον πεπλήρωκεν»[1]
Άρα λοιπόν ο παραλληλισμός αυτός καθίσταται απολύτως βάσιμος και ερμηνευτικά δόκιμος, καθότι το Σύνταγμα συνιστά βεβαίως τον υπέρτατο Νόμο του Κράτους και δια της χρήσεως του Ιερού Ευαγγελίου καταδεικνύουμε εύγλωττα τον υπερέχοντα χαρακτήρα του, διότι όπως το Ιερό Ευαγγέλιο του Χρήστου είναι Ιερό και απαραβίαστο, ούτως και κατ’ αναλογίαν το Σύνταγμα του Κράτους δέον όπως είναι απαραβίαστο διότι συνιστά το οιονεί πολιτειακό Ευαγγέλιο.
Εν κατακλείδι, η αναγωγή εις το Ιερό Ευαγγέλιο συνιστά μία συνεπή ιστορική αναφορά και τελεολογική ερμηνεία της διαπλάσεως της Συνταγματικής εννόμου τάξεως άχρι σήμερον, δεδομένου ότι η διαλεκτική αυτή σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού αντανακλάται από το προπαρατιθέμενο προοίμιο του Συντάγματος το οποίο είναι ψηφισμένο εις το όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, δεδομένου ότι η Ορθοδοξία συγκροτεί την ιστορική σάρκα του Ελληνισμού και εν ταυτώ αποτελεί το εχέγγυο της ιστορικής συνοχής του.
Ο σεβασμός προς το Σύνταγμα, η πίστη και η μετά πλειστάκις σχολαστικότητα εφαρμογή του εν συνδυσμό προς την πάταξη οιασδήποτε εκδηλουμένης αντισυνταγματικής συμπεριφοράς και ενέργειας αποτελεί υποχρέωση και καθήκον τόσο του εκάστοτε πολίτη εις το άρθρο 120 παρ. 4 σου Συντάγματος όσον και των δικαιοδοτικών οργάνων όλων των βαθμίδων και κλάδων του Δικαίου (Αστικού, Ποινικού, Διοικητικού) τα οποία δικαιούνται και υποχρεούνται ταυτοχρόνως να ελέγχουν διαχύτως την συνταγματικότητα των νόμων και των πράξεων της Διοικήσεως (93 παράγραφος 4 του Συντάγματος).
Περαιτέρω θεμελίωσηως προς τα ως άνω :
[1] «τογαρούμοιχεύσεις, ουφονεύσεις, ούκλέψεις, ούκεπιθυμήσειςκαιειστιςετέραεντολήεντούτω, τωλόγω, ανακεφαλαιούται, εντωαγαπήσειςτον πλησίονσου, ωςσεεαυτόν» (Ρωμ. 14,9).
«ογαραγαπώντονέτεροννόμονπεπλήρωκεν»
Α) Ως προς την παράγραφο 4 του άρθρου 120 του Συντάγματος (ακροτελεύτια διάταξη) ισχύουν τα εξής :
« η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με την βία»
Ως εκ τούτου δηλαδή, το ως άνω άρθρο συνιστά την επιτομή του Συνταγματικού Πατριωτισμού διότι αναγνωρίζεται το δικαίωμα αντιστάσεως του Ελληνικού λαού, αναγορεύοντας τοιουτοτρόπως, τους πολίτες, ήτοι τον λαό ως ύστατο εγγυητή της Συνταγματικής νομιμότητας.
Η αντίσταση του λαού αναγόμενη εις τον εγγενή πατριωτισμό του, (αναγάγοντας ούτως την φιλοπατρία σε συστατικό στοιχείο της συνταγματικής νομιμοφροσύνης), έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση, ως μείζονα και συνεπή έκφραση υπακοής εις το Σύνταγμα, να ανθίσταται σθεναρώς, μετερχόμενος παν θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, να εναντιωθεί κατά οιουδήποτε αποπειράται να σφετεριστεί την λαϊκή κυριαρχία και τις εξουσίες οι οποίες πηγάζουν εξ αυτής αλλά και έναντι οιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει δια της βίας το Δημοκρατικό μας πολίτευμα, είτε δια πραξικοπήματος ή εισέτι δια θεσμικής βίας παρακωλύοντας τις λειτουργίες του πολιτεύματος οι οποίες πηγάζουν από την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας.
Το ακανθώδες ζήτημα έγκειται ότι η εν λόγω διάταξη, φέρει αμιγώς διακηρυκτικό χαρακτήρα, αποστερούμενο οποιασδήποτε εγέρσεως αξιώσεως δικαστικού ελέγχου δια της προσφυγής εις την διάταξη αυτή, εν άλλοις λόγοις λοιπόν, ο κάθε φιλόπατρις πολίτης ο οποίος οφείλει αφοσίωση στην Πατρίδα και την Δημοκρατία σεβόμενος το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό δικαιούται και υποχρεούται να διαφυλάξει την Συνταγματική έννομη τάξη ακέραιη αντιστεκόμενος έναντι οιουδήποτε επίβουλου τρίτου.
Η υποχρέωση όμως αυτή δεν είναι εξαναγκαστικού χαρακτήρα ούτε ενεργητικά ούτε παθητικά, τον πιο τέλειο ορισμό τον παρέθεσε ο τέως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Νικόπουλος εις τον βιβλίο «Αγαπημένο μου Σύνταγμα» σελ 46-47 όπως αναφέρει επί λέξει τα εξής :
«Είναι γνωστόν ότι το Δίκαιο, εκτός από την πλήρη ενοχή με την κλασσική της έννοια στην οποία παρέχοντας την προστασία του την εξοπλίζει με την νομική δυνατότητα του «δικαστικώς επιδιώξιμου», γνωρίζει από την εποχή του Ρωμαϊκού Δικαίου ακόμη και τις καλούμενες «φυσικές ή ατελείς ενοχές» (obligationsnaturales), οι οποίες δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες, παρ’ όλο που ο «οφειλέτης» έχει υποχρέωση προς εκπλήρωση και εκπληρώνοντας οικειοθελώς την «παροχή» δεν δικαιούται να την αναζητήσει ως αχρεωστήτως καταβληθείσα. Στις περιπτώσεις αυτές ο δανειστής από την άλλη πλευρά δεν δικαιούται να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής.»
Β) Ως προς το άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος « Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν Νόμο που το περιεχόμενό τους είναι αντίθετε προς το Σύνταγμα»
Ως εκ τούτου λοιπόν κατά την αδιάστικτη ως άνω διατύπωση προκύπτει αιτιωδώς ότι η εν Ελλάδι Συνταγματική έννομος τάξη, κατοχυρώνει ρητώς τον αυτεπάγγελτο δικαστικό έλεγχο, ως υποχρέωση του Δικαστού, καθότι εις ένα Κράτος Δικαίου ο έλεγχος της Συνταγματικότητας είναι υποχρέωση της δικαστικής εξουσίας και υποστασιακό στοιχείο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των διαδίκων.
Ο Χριστιανικός χαρακτήρας του Συντάγματος καθίσταται αδιαμφισβήτητο γεγονός καθότι ο θεμελιώδης νόμος του Κράτους, ήτοι το Σύνταγμα είναι ψηφισμένο όπως αναλύθηκε διεξοδικώς ανωτέρω, περί της σπουδαιότητας απαρέγκλιτης τηρήσεως της Συνταγματικής εννόμου τάξεως, υπό του κράτους και απάντων των πολιτών, εις το Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, ως εκ τούτου λοιπόν ο χαρακτήρας της Συνταγματικής εννόμου τάξεως είναι ακραιφνώς Χριστιανικός και δη Ορθόδοξος.
Τούτο δε προκύπτει αιτιωδώς και με ακρίβεια από ένα πλέγμα διατάξεων, όπως το άρθρο 3, το άρθρο 13, διατάξεις οι οποίες θα αναλυθούν εν συνεχεία, αλλά συγχρόνως τούτο θεμελιώνεται και με την διήθησή μας εις την Ιστορική αναδρομή της παρ’ ημίν Συνταγματικής Ιστορίας, αρχής γενομένης εξ ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους, διευρευνώντας ενδελεχώς την απαρχή της διαχρονικής αποκρυστάλλωσης του εν θέματι προοιμίου.
Η τεκμηρίωση του Χριστιανικού Χαρακτήρα του Συντάγματος
Ως εκ τούτου, κατά νομική αναγκαιότητα η οποία συνεπικουρείται και από την λογικής της συνέπεια, δεν μπορεί και ο χαρακτήρας τους όλος να είναι Χριστιανικός και δη Ορθόδοξος, άλλως θα συνιστούσε την παραδοξότερη νομική αντινομία υπό της μορφή και της κραυγαλέας λογικής πλέον αντίφασης, το μεν προοίμιο του Συντάγματος να είναι ακραιφνώς Χριστιανικό, ο χαρακτήρας του όμως να καθίσταται ουδέτερος ή αντιχριστιανικός.
Της ως άνω συνέπειας εκδήλωση συνιστούν ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος όπως το άρθρο 2 παράγραφος 1 σύμφωνα με το οποίο :
«ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», καίτοι εν πρώτοις, το γράμμα της διατάξεως αυτής, πόρρω απέχει από την ύπαρξη μνείας θρησκευτικού περιεχομένου, πλήν όμως με μία πιο εμβριθή ματιά, δύναται να διαπιστώσει ο καθείς ότι ποιείται αναφορά σε θρησκευτικό περιεχόμενο και παραπέμπει ευθέως σε θεμελιώδη διδασκαλία του Χριστιανισμού περί της εννοίας του ανθρώπινου προσώπου και της αξίας της ανθρώπινης αξίας, τόσο υπό έποψη, ανθρωπολογική, κοινωνιολογική και οντολογική. Ο Χριστιανισμός είναι αυτός ο οποίος αναγνώρισε πρώτος εμπράκτως την αξία του ανθρώπου αφού ανύψωσε αυτόν σε θέση «Θεού κατά χάριν», σε τέκνου θεού κατά θέση με την υιοθεσία του από τον Θεό Πατέρα και τον κατέστησε αντικείμενο της ασύλληπτης αγάπης του Θεού, ο οποίος έδωσε υπέρ αυτού « τον μονογενή του υιόν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον». (Ιω 3, 16).
Ο χριστιανισμός λοιπόν αναγνώρισε πρώτος τον άνθρωπο, ως αυθύπαρκτη αξία, ως πρόσωπο ελεύθερο και αυτεξούσιο, ως κατ’ εικόνα δημιούργημά του και εν δυνάμει καθ’ ομοίωσιν, καθιστώντας τον ούτως δυνάμει κληρονόμο της Βασιλείας του Θεού.
Τούτο δε εξάλλου συνάγεται με την προσφιλή τοις πάσι, περί ελευθερίας διακήρυξη του Αποστόλου Παύλουν«ούκ εν δούλος ουδέ ελεύθερος….» (Γαλ3, 28 Κολ 3, 11)όπου και διακρίνουμε τον άνθρωπο ως ελεύθερη προσωπικότητα και κατά συνέπεια ως αφεαυτής ανυπέρβλητη αξία.
Η ρηξικέλευθη διδασκαλία του Χριστιανισμού δημιούργησε την «καινήν εν Χριστώ κτίσιν»,με όλες τις διαχρονικές αξίες του Πολιτισμού, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας τις μέχρι τούδε αντιλήψεις περί δουλείας.
Το άρθρο 3 του Συντάγματος καθίσταται απολύτως στοιχημένο με το προοίμιο του Συντάγματος και ρυθμίζει με αυξημένη τυπική ισχύ ορισμένα εκ των σπουδαιότερων ζητημάτων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας Του Χριστού και επάγομαι ακολούθως :Άρθρο 3 παρ. 1 : Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, του ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις Ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κΘ’ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Το Εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκεται στις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημε μετάφραση του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.
Το ως άνω άρθρο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο και την έμπρακτο απόδειξη περί του Χριστιανικού χαρακτήρα του Συντάγματος παρά τις ύπαρξη διφορούμενων επιστημονικών απόψεων, ερειδομένων στην ρευστότητα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η οποία επιτρέπει ευμενώς, συχνές επεμβάσεις της τελευταίας, καίτοι δημιουργεί δυσπλασίες στον εκκλησιαστικό οργανισμό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία τάση αποδεσμεύσεως της Πολιτείας από την Εκκλησία[1]
[1] «Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται, ενδεικτικώς, νεαρό νομοθέτημα (Ν. 3245/2014 :αριθ. 68 παρ. 1), το οποίο, τροποποιώντας σχετικώς τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, προβλέπει αφενός ότι τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδας, δεν εντάσσονται προς έξι θεματικά αντικείμενα (μεταξύ των οποίων και η περιουσιακή διαχείριση) στους φορείς της Γενικής Κυβερνήσεως και στο Δημόσιο Τομέα και αφετέρου ότι κάθε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο (λ.Χ Ναοί, Μονές κ.λ.π) θα διαχειρίζεται την περιουσία του με Κανονισμούς της Διαρκούς Ι. Συνόδου, ύστερα από πρόταση του επιχώριου Μητροπολίτη, βάσει των Ιερών Κανόνων.
Συνεπώς με τις διατάξεις αυτές ανακαθορίζεται πλήρως το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος και των Εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, έτσι ώστε αυτά καθίστανται πλέον φορείς θρησκευτικής αυτονομίας, με σαφή και διακριτικό ρόλο από το Κράτος, μη εντασσόμενα στην έννοια της Δημόσιας Διοικήσεως»
Φ Σπυρόπουλος/Ξ Κονταξής/Χ Ανθόπουλος/Γ Γεραπετρίτης , «Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία» , εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σελ 49 : κατ’ άρθρο ερμηνεία ακροτελεύτιας διατάξεως, άρθρου 120 του Συντάγματος .
Ειδικότερον το άρθρο 3 του Συντάγματος, παρά την ρητής μνεία, περί της «επικρατούσας θρησκείας» εντάσσεται εις το πλαίσιο των Σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, από Διοικητικής απόψεως δίχως να θίγει τον άρρηκτο και αναμφίλεκτο ιστορικό δεσμό μεταξύ έθνους και ζώσης Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Η αυτοτελής αυτή διάταξη δεν αναφέρεται εις την αυτονόητη, ιστορικώς αποδεδειγμένη αξεδιάλυτη συνύφανση, της ζώσης Ορθοδόξου Παραδόσεως και του Ελληνισμού, ως δομική σταθερά εις την διαχρονική σφυρηλάτηση της Εθνικής μας ιδιοπροσωπίας, ως ευγλώττως αποτυπώνεται αυτή η αλληλοπεριχώρηση και διαχρονική αγαστή συμπόρευση, εις την κεφαλίδα του Συντάγματος, αλλά εις την ρύθμιση του κανονιστικού πλαισίου της Εκκλησίας εν σχέσει με την Πολιτεία.
Ο όρος επικρατούσα απηχεί την πλειονοψηφία του Ελληνικού λαού, υποδηλοί την «Θρησκεία» την οποία ανέκαθεν, εξ ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, δίχως όμως από την άλλη πλευρά να λογίζεται ως Κρατική Θρησκεία ή άλλως Θρησκεία της Επικράτειας.
Εξ αυτού λοιπόν του λόγου και προς άρση πάσης τέτοιας ερμηνευτικής συγχύσεως, υφίσταται πέραν του εν λόγω άρθρου το άρθρο 13 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει ρητώς την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως η οποία καθίσταται απαραβίαστος, επιτρέποντας την ύπαρξη του θρησκευτικού πλουραλισμού.
Ως εκ τούτου λοιπόν κατά αντιπαραβολή η αυτοτελής διάταξη του άρθρου 3, με το αυτό περιεχόμενο δεν αναιρεί ή περιστέλει το αντίστοιχο δικαίωμα των μη Ορθόδοξων εις την Θρησκευτική ελευθερία κατά την έτερη αυτοτελή διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος.
Η διάκριση αυτή καθίσταται απαραίτητη για να διασαφηνισθεί ότι επίμαχο υπό ανάλυση άρθρο 3, ότι δεν κάνει αναφορά περί της Κρατικής Θρησκείας η οποία αντιπαρατίθεται ως προς οιαδήποτε τυχόν άλλη Θρησκεία, αναστέλλοντας το αναφαίρετο δικαίωμα λατρείας οιαδήποτε άλλου θρησκεύματος με τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 13) και ο Νόμος, απλώς η αυτοτελής μνεία του άρθρου αυτού, ως προς τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας θέτει τον αυτοκέφαλο και το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας υπό αμιγώς νομικής διοικητικής απόψεως και λόγω της υφιστάμενης όπως προαναφέρθηκε μακράς ιστορικής παραδόσεως του έθνους εις την ίδρυση του Ελλαδικού κράτους, ρυθμίζονται οι κρατικές αργίες βάσει του Ορθόδοξου εορτολογίου όπως επίσης καθορίζονται εις το άρθρο 16, οι σκοποί της εκπαιδεύσεως.
Η ως άνω δηλαδή σχέση κατοχυρώνεται νομικά αμφοτέρωθεν εις το ως άνω άρθρο ισόρροπα, δίχως η Εκκλησία να ανάγεται σε μία μορφή Κρατικής Θρησκείας, διότι αφενός η ζώσα Ορθόδοξη παράδοση, δεν συνιστά μία ακινητοποιημένη Θρησκεία, υπό Θεολογικής απόψεως, αλλά τρόπο ζωής κατά την ζώσα Ορθόδοξη Πατερική παράδοση.
Ωσαύτως εις το άρθρο αυτό κατοχυρώνονται Συνταγματικά τις Ιερές Παραδόσεις του Ορθόδοξου δόγματος καθώς και τους Ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες τους οποίους οφείλει να τηρεί απαρασάλευτα όπως και η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως καθώς και πάσα έτερη ομόδοξη Θρησκεία.
Εν προκειμένω, η κατοχύρωση των Ιερών κανόνων, συνάγεται ερμηνευτικά και από το άρθρο 13 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος[1] (πέραν δηλαδή του υπό ανάλυση άρθρου 3), διότι η αναγνώριση του απαραβίαστου της ελευθερίας θρησκευτικής συνειδήσεως επεκτείνεται εμπράκτως και τον σεβασμό και την αναγνώριση του κύρους και της ισχύος του εσωτερικού δόγματος, το οποίον αποτελεί εκ των ων ούκ άνευ, την πεμπτουσίας της πίστεως, όπως εξάλλου συμβαίνει και σε κάθε θρησκεία με τους επιβεβλημένους ασφαλώς περιορισμούς της δημοσίας τάξεως και των χρηστών ηθών.
[1] Άρθρο 13 του Συντάγματος :
Παρ. 1: η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός
Παρ. 2 :Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με την λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.
Παρ. 3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.
Ως εκ τούτου λοιπόν προστατεύονται δυνάμει των ως άνω οι Ιεροί κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είτε αυτοί αναφέρονται στο δόγμα είτε εις την διοίκηση.
Ωσαύτως εις το άρθρο κατοχυρώνεται κατ’ ουσίαν το αυτοκέφαλο και το αυτοδιοίκητο της διότι διοικείται από την Ιερά Σύνοδο και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλάδας με την τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του έτους 1850 και της Συνοδικής πράξεως του έτους 1928.
Άξιο δε μνείας καθίσταται ότι το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας, εν μέρει αίρεται, διότι οι Μητροπόλεις κατά το προσφυώς λεγόμενο των «Νέων χωρών» των Εκκλησιαστικών, οι οποίες προσαρτήθηκαν εν έτει 1912-1913, ήτοι κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και περιλαμβάνουν ένα μέρος από την ¨Ηπειρο, της Θράκης, της Μακεδονίας αλλά και νήσω του ΒΑ Αιγαίου εξακολουθεί και ανήκει κανονικά εις την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η ως άνω διατύπωση δεν αντίκεινται εις τα ειδικά εκκλησιαστικά καθεστώτα της Κρήτης των Δωδεκανήσων και δεν αφορά τον ιδιαίτερο νομικό καθεστώς του Αγίου όρους κατ’ άρθρο 105 του Συντάγματος.
Ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας, ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής συμφώνως με την απερίφραστη διατύπωση του άρθρου 72 εις την επίμαχη παρ. 1 ως εξής :
«Στην Ολομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται ο Κανονισμός της, νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για τα θέματα των άρθρων 3, 13, 27, 27, παράγραφοι 2 και 3, 29 παράγραφος 2, 33 παράγραφος 3, 48, 51, 54, 86, νομοσχέδια και προτάσεις εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων για την άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων για την αυθεντική ερμηνεία νόμων, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη του Συντάγματος ανατίθεται στην Ολομέλεια της βουλής ή για την ρύθμιση του οποίου απαιτείται ειδική πλειοψηφία.
Στην Ολομέλεια της Βουλής ψηφίζεται επίσης και ο προϋπολογισμός και ο απολογισμός του Κράτους και της Βουλής»
Εν κατακλείδι, το άρθρο 3 εις την τελευταία του παράγραφο κάνει ρητή, expressisverbis μνεία ότι απαγορεύεται η μετάφρασις της Αγίας Γραφής παρά μόνον, αν συντρέχει σωρευτικώς η έγκριση τόσο της Αυτοκεφάλου Ελλαδικής Εκκλησίας όσο και της Μεγάλη του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και Σ.τ.Ε
Ανεξάρτητος Βουλευτής