Η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους βρέθηκε χθες στο επίκεντρο της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), σε μια πιλοτική δίκη το αποτέλεσμα της οποίας αφορά το σύνολο των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Η απόφαση αναμένεται εντός των επομένων μηνών.
«Κλειδί», σύμφωνα με την εφημερίδα «Τα Νέα», για την έκβαση της δικαστικής αυτής μάχης είναι η ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία με νόμο ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο περιλαμβάνοντας και τους δημοσίους υπαλλήλους. Ωστόσο, ο Έλληνας νομοθέτης, όπως επισημαίνεται και από την πλευρά της ΑΔΕΔΥ, παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα και για τους δημοσίους υπαλλήλους, γεγονός που έχει οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν υπάλληλοι δύο ταχυτήτων καθώς, όπως ανέφερε και ο εισηγητής, για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα τα επιδόματα εορτών και άδειας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους δημοσίους υπαλλήλους.
Επιπλέον, ο εισηγητής και σύμβουλος του Ανώτατου Δικαστηρίου κ. Μιχαλακόπουλος δήλωσε ότι με βάση τις θέσεις του Δημοσίου η επαναφορά των δώρων θα έχει «μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δισ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές και συνολικώς 1,55 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών».
Τι υποστηρίζει η πλευρά των εναγόντων
Η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων επισήμανε απευθυνόμενη στους ανώτατους δικαστές ότι εφόσον έχει εκλείψει ο κίνδυνος χρεοκοπίας για τη χώρα μας, η πιστοληπτική ικανότητα έχει αποκατασταθεί και ήδη καταγράφονται πλεονάσματα, ο νομοθέτης θα έπρεπε να επανεξετάσει την επαναφορά των δώρων με πυξίδα την αξιοπρεπή διαβίωση των δημοσίων υπαλλήλων.
Από την πλευρά του Δημοσίου διατυπώθηκε το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να κρίνει εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της πολιτείας, υποκαθιστώντας επί της ουσίας τον νομοθέτη. «Το δικαστήριο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη. Οφείλει όμως να απαντήσει σε νομικές αιτιάσεις», παρατήρησε ο πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου Μ. Πικραμμένος.
Η απόφαση αναμένεται μέσα στους επόμενους μήνες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.