Το τελευταίο χτύπημα στους Δημοκρατικούς θα μπορούσε να ήταν μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση και ενότητα, αλλά αντί για αυτοκριτική, βλέπουμε μια επιμονή σε μια αποτυχημένη «συνταγή» που βασίζεται στην πολιτική ταυτότητας, την οποία ηγετικά στελέχη και συμβουλάτορες αντιμετωπίζουν ως πανάκεια. Η τραγική ειρωνεία; Πίστεψαν ότι για να κερδίσουν το λαό χρειαζόταν μόνο να επιλέξουν έναν υποψήφιο ή μια υποψήφια που αντιπροσωπεύει φυλετική και έμφυλη διαφορετικότητα, πιστεύοντας πως έτσι θα «καλώσουν» τις ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας. Έτσι, η Χάρις βρέθηκε υποψήφια επειδή ήταν μαύρη και γυναίκα – και οι Δημοκρατικοί πόνταραν στο «δικαιωματικό» προφίλ της αντί στην πολιτική της ουσία.
Η προσέγγιση αυτή φανερώνει μια κοντόφθαλμη στρατηγική βασισμένη περισσότερο σε μια «woke agenda» παρά σε ουσιαστική, δυναμική πολιτική που να απαντά στα πραγματικά προβλήματα των Αμερικανών. Αντί να αφουγκραστούν τις ανάγκες της μεσαίας τάξης και τις ανησυχίες της εργατικής τάξης, η προσοχή επικεντρώθηκε στην υποστήριξη της πολιτικής ορθότητας και της προοδευτικής ατζέντας. Οι Ρεπουμπλικανοί το εκμεταλλεύτηκαν άριστα, προβάλλοντας ακριβώς την αποξενωμένη γλώσσα της δημοκρατικής ατζέντας, που έδωσε την εικόνα ενός κόμματος απομακρυσμένου από την καθημερινότητα των πολιτών.
Αλλά το πρόβλημα βαθαίνει, καθώς οι Δημοκρατικοί καταδεικνύουν μια σχεδόν ρομαντική αφοσίωση στο αφήγημα της πολιτικής ορθότητας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν αποξενωμένοι και από βασικές δημογραφικές ομάδες που τους στήριζαν παραδοσιακά. Μετριοπαθείς και προοδευτικοί ερίζουν για το «γιατί χάσαμε», με τους πρώτους να υποστηρίζουν πως η στροφή στην αριστερή ατζέντα κόστισε το κέντρο του πολιτικού φάσματος, ενώ οι δεύτεροι καταλογίζουν πως οι παραχωρήσεις προς το κατεστημένο στέρησαν το κόμμα από μια αυθεντική φωνή για την εργατική τάξη.
Ο Μπάιντεν, που φέρει την κύρια ευθύνη για την καθυστέρηση στην απόσυρσή του, άφησε τους Δημοκρατικούς χωρίς επιλογές. Η «στεφάνωση» της Χάρις, όπως πολλοί εντός του κόμματος την αποκαλούν, έγινε χωρίς να υπάρξουν προκριματικές εκλογές, κάτι που εξόργισε πολλούς υποστηρικτές που ήλπιζαν σε μια ανοιχτή, δημοκρατική διαδικασία. Έτσι, η πολιτική ατζέντα της Χάρις, που προσέλκυσε λίγους και αποξένωσε πολλούς, υπονομεύθηκε περαιτέρω, ενώ παράλληλα οι Ρεπουμπλικανοί έστρεψαν την προσοχή σε θέματα όπως η συμμετοχή διεμφυλικών αθλητών, ξοδεύοντας εκατομμύρια για να επιτεθούν στους Δημοκρατικούς και να τους απογυμνώσουν πολιτικά.
Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έχει πια τον πολυτέλεια να αγνοήσει την πραγματικότητα. Η επιμονή σε ένα αφηρημένο όραμα κοινωνικής δικαιοσύνης χωρίς γείωση σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα που αγγίζουν άμεσα τον Αμερικανό πολίτη αποτελεί αυτοκτονική επιλογή. Οι Δημοκρατικοί πρέπει επιτέλους να κατανοήσουν πως η ταυτότητα δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο πολιτικής. Αν θέλουν να ξανασυνδεθούν με τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, πρέπει να βγουν από την παγίδα της woke agenda και να απευθυνθούν σε αυτούς που κάποτε αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά τους. Γιατί, όπως έδειξαν και οι τελευταίες εκλογές, το να νιώθουν «ηθικά δικαιωμένοι» δεν αρκεί.