«Είμαι ο Παναγιώτης Γιαννάκης, όσες φορές έπεσα, άλλες τόσες σηκώθηκα. Είμαι αθλητής, προπονητής, πατέρας, παππούς, σύζυγος, γιος. Είμαι και τρωτός και άτρωτος». Με αυτή τη φράση ξεκινάει η καταιγιστική, όσον αφορά τις αποκαλύψεις, αυτοβιογραφία του Παναγιώτη Γιαννάκη, από τις εκδόσεις Διόπτρα, με τον τίτλο «Τρωτός άτρωτος», η οποία βασίστηκε σε μια σειρά ηχογραφήσεων και συζητήσεων με τον δημοσιογράφο Παντελή Βλαχόπουλο.
Πρόκειται για μια ιδέα που προέκυψε από το βιβλίο του Φιλ Τζάκσον «11 δαχτυλίδια» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός) και στόχο είχε να ξεδιπλώσει μια εκ βαθέων συζήτηση για τα κρίσιμα γεγονότα της ζωής του κορυφαίου αθλητή, εντός κι εκτός γηπέδων, να μιλήσει για την οικογένεια και την καριέρα του, για την περίφημη κόντρα με τον Νίκο Γκάλη και τη διαδρομή του από τις φτωχογειτονιές της Νίκαιας έως τα κορυφαία γήπεδα του κόσμου.
Ο «Δράκος», όπως έγινε γνωστός μετά το παρατσούκλι που του χάρισε ο Βασίλης Αντωνόπουλος, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2005, δείχνει να τιμάει τη λαϊκή καταγωγή του μιλώντας με μεγάλη συγκίνηση για την υφάντρα μητέρα του Καλλιόπη, που αγαπούσε τόσο τα λουλούδια «με φυτεμένα κρίνα και τριανταφυλλιές στις γλάστρες της» και του δίδαξε το ήθος και τον σεβασμό. Η μητέρα του κράτησε ψηλά το σθένος παρά τις στερήσεις, μεγαλώνοντας μόνη τα παιδιά της, αφού ο πατέρας του πέθανε νωρίς από καρδιακό. Από αυτήν πήρε αμέτρητα παραδείγματα ο μικρός Παναγιώτης, ο οποίος μόλις στα 12 του εντάχθηκε στον Ιωνικό Νίκαιας πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα του για να επιταχύνει τις διαδικασίες και από τότε το μπάσκετ έγινε η μοίρα του.
Στους Boston Celtics
Πολλά, όμως, συνέβησαν έκτοτε και σε σύντομο, σχετικά, διάστημα εμφανίστηκε ως το μεγάλο ταλέντο μεταβαίνοντας από τον Ιωνικό Νίκαιας, όπου ανέδειξε την κλάση του, στην Αμερική και τους Boston Celtics, μόλις στα 22 του χρόνια. Ενας σοβαρός τραυματισμός, ωστόσο, φάνηκε να του κόβει απότομα την καριέρα, αλλά και να τον γεμίζει με πείσμα. Διαψεύδοντας τους γιατρούς που τον είχαν ξεγραμμένο σε σχέση με το μπάσκετ, κατάφερε να ανακτήσει δυνάμεις και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Για μία ακόμα φορά δεν το έβαλε κάτω.
Στην αυτοβιογραφία του ο Παναγιώτης Γιαννάκης αποκαλύπτει με κάθε λεπτομέρεια το παρασκήνιο που τον οδήγησε το καλοκαίρι του 1984 στον Αρη, μετά από μια σειρά από συζητήσεις σε σκοτεινά δωμάτια, από τον οποίο έφυγε πικραμένος, έχοντας όμως κατακτήσει απανωτά νταμπλ και πετύχει διεθνείς διακρίσεις όπως η συμμετοχή σε τρία Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κάνοντας το ελληνικό μπάσκετ δυνατό σε όλο τον κόσμο.
Ο Αρης εμφανίζει, επίσης, μια αήττητη σύνθεση, για να συνεχίσει μια ένδοξη πορεία που είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο, ώστε κατάφερε να ενώσει ολόκληρη την ελληνική οικογένεια για χρόνια μπροστά από την τηλεόραση – και τον Βορρά τον Νότο.
Οι προλήψεις του Ιωαννίδη
Δικαιώνοντας αυτή την πορεία ο Γιαννάκης αναγνωρίζει πολλά στην πορεία του στον Αρη, αλλά δεν φοβάται να μιλήσει αναλυτικά και για την κόντρα του με τον Νίκο Γκάλη – για πρώτη φορά με τέτοια ειλικρίνεια και θάρρος. Δεν φοβάται, επίσης, να ομολογήσει την ενόχληση του σε πολλά περιστατικά με τον Γιάννη Ιωαννίδη, να μιλήσει για τις περιβόητες προλήψεις του και να αποκαλύψει πολλά παρασκήνια από τη συμμετοχή του στην Εθνική, όπως το περιβόητο γεγονός της αποπομπής του Παναγιώτη Φασούλα. Αφηγείται ιστορίες για τον Μάκαντου, τον Σούμποτις, τον Λέσιτς, για τα μεγάλα αστέρια. Αποκαλύπτει, επίσης, λεπτομέρειες για τη μετάβασή του στον Παναθηναϊκό, για τις τότε ένδοξες νίκες, για άλλη μία πορεία στην κορυφή. Η αφήγησή του, όμως, δεν καταλήγει στην ολοκλήρωση μιας ένδοξης μπασκετικής πορείας και τον ρόλο του ως προπονητή, αλλά στην οικογένεια που είναι η βάση του στη ζωή και αυτή που τον κάνει ευτυχισμένο με τα παιδιά και τα εγγόνια του και κυρίως τη γυναίκα της ζωής του, την Ευγενία.
«Ημουν στο απόλυτο μηδέν»
Πρωταγωνίστρια σε όλο το βιβλίο είναι αδιαμφισβήτητα, εκτός από το μπάσκετ, η σύζυγός του Ευγενία. Είναι αυτή που του συμπαραστάθηκε στις χαρές και τις λύπες και κράτησε την οικογένεια ενωμένη. Ηταν εκείνη που πήρε το αεροπλάνο για την Αμερική και στάθηκε δίπλα του στο κρίσιμο χειρουργείο, το 1981, που παραλίγο να του στοιχίσει όλη του την καριέρα. Παρότι είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία για την υγεία του, αποφάσισε εκείνη ακριβώς τη χρονιά να την παντρευτεί.
Στο βιβλίο περιγράφει ανάγλυφα εκείνη την περίοδο: «Εχοντας ξοδέψει όλα μου τα χρήματα την ίδια περίοδο, σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε δεκάρα τσακιστή για τον γάμο μου. Εγινε στον Αγιο Γεώργιο του Κορυδαλλού, όπου είχαν έρθει και κάποιοι συμπαίκτες μου από την εθνική ομάδα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάποιον ιδιαίτερο στολισμό, θέλαμε να πάμε και ταξίδι του μέλιτος.
Βοήθησαν και οι φίλοι μου. Η μόνη προίκα που είχα ήταν η σκληράδα απέναντι στον εαυτό μου. Ημουν εκείνη την εποχή το απόλυτο μηδέν. Μπροστά μου απλωνόταν το άγνωστο κι εμείς κάναμε γάμο. Δεν το σκεφτόμουν όμως. Τη λάτρευα. Είχα γνωρίσει το καλοκαίρι του 1981 ένα παλικάρι, τον Βαγγέλη Θεοδωρίδη, στο γραφείο του Δημήτρη Μελισσανίδη, που είχε τη σχολή οδηγών MINI. Είχα πάει εκεί για να βγάλω δίπλωμα κι έλεγα ότι είναι πιθανό να ταξιδέψω στην Αμερική. Αυτός μου είπε ότι έχει την κουνιάδα του στις ΗΠΑ και μου ζήτησε να τη βρω. Οντως τη γνώρισα και με φιλοξένησε μέχρι να μεταβώ στο Hellenic. Μετέπειτα έγινε κουμπάρα μου.