Η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έχει βρεθεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής, καθώς ο απερχόμενος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προχωρά σε κινήσεις που φαίνεται να στοχεύουν στη δέσμευση της επερχόμενης διοίκησης του Ντόναλντ Τραμπ σε μια συνεχιζόμενη στρατηγική για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι πρόσφατες αποφάσεις για διαγραφή δανείων προς την Ουκρανία, ύψους 4,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και η άρση περιορισμών στη χρήση αμερικανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από τον ουκρανικό στρατό αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πολιτικής.
Με λιγότερους από δύο μήνες μέχρι την επίσημη ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, οι κινήσεις του Μπάιντεν ενδέχεται να εγκλωβίσουν την επερχόμενη διοίκηση σε μια σύγκρουση που ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος έχει επικρίνει έντονα και έχει δεσμευτεί να τερματίσει.
Οι τελευταίες κινήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν
Η διαγραφή των δανείων προς την Ουκρανία αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πακέτου χρηματοδότησης και στρατιωτικής ενίσχυσης που ενέκρινε το Κογκρέσο. Σύμφωνα με σχετικό νομοσχέδιο, η συνολική βοήθεια προς την Ουκρανία ανέρχεται σε 61 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα 9,4 δισεκατομμύρια μπορούν να διαγραφούν πλήρως με προεδρική απόφαση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, επιταχύνοντας τη διαδικασία, ακύρωσε ήδη 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια από το χρέος της Ουκρανίας, με στόχο να ενισχύσει τη χώρα οικονομικά και να διασφαλίσει τη συνέχιση της αντίστασής της κατά της Ρωσίας.
Παράλληλα, η άρση περιορισμών στη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από τον ουκρανικό στρατό σηματοδοτεί μια σημαντική κλιμάκωση στη στρατηγική των ΗΠΑ. Αυτή η απόφαση επιτρέπει στην Ουκρανία να πλήξει στρατιωτικούς στόχους βαθιά εντός ρωσικού εδάφους, κάτι που μέχρι τώρα αποτελούσε κόκκινη γραμμή για την Ουάσινγκτον, υπό τον φόβο μιας απευθείας αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Τα πρώτα πλήγματα αναμένονται στην περιφέρεια του Κουρσκ, όπου βρίσκονται βορειοκορεατικά στρατεύματα που υποστηρίζουν τη Ρωσία.
Αυτές οι κινήσεις από την κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να έχουν διττό στόχο: να ενισχύσουν την Ουκρανία στρατιωτικά και οικονομικά, αλλά και να αφήσουν τον Ντόναλντ Τραμπ αντιμέτωπο με ένα ήδη διαμορφωμένο πλαίσιο πολιτικής, από το οποίο θα είναι δύσκολο να αποδεσμευτεί.
Η στρατηγική του Μπάιντεν και ο ρόλος του Τραμπ
Η στρατηγική της απερχόμενης διοίκησης φαίνεται να βασίζεται στη λογική της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική, δημιουργώντας τετελεσμένα για την επερχόμενη κυβέρνηση. Ο Τραμπ, ωστόσο, έχει διαμηνύσει την πρόθεσή του να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε «24 ώρες», υπονοώντας ότι θα δώσει έμφαση σε διαπραγματεύσεις, παρά στη συνέχιση της στρατιωτικής υποστήριξης.
Αν και ο Τραμπ δεν έχει αποκαλύψει λεπτομέρειες για τη στρατηγική του, οι δηλώσεις του υποδηλώνουν ότι σκοπεύει να επιδιώξει μια ειρηνευτική συμφωνία που θα μπορούσε να περιλαμβάνει εδαφικές παραχωρήσεις από την πλευρά της Ουκρανίας. Αυτή η προοπτική έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την τρέχουσα στρατηγική των ΗΠΑ, η οποία στηρίζεται στη συνεχιζόμενη στρατιωτική πίεση προς τη Ρωσία. Είναι προφανές ότι ο Μπάιντεν προσπαθεί να διαμορφώσει το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί ο Τραμπ, ελπίζοντας ότι ο τελευταίος δεν θα μπορέσει να ανατρέψει εύκολα τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί.
Ο κίνδυνος για τις Ηνωμένες Πολιτείες
Η στρατηγική του Μπάιντεν εγείρει σημαντικά ερωτήματα για την αξιοπιστία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι μονομερείς αποφάσεις, χωρίς διαβούλευση με τον διάδοχο, μπορεί να οδηγήσουν σε ασυνέχεια και αποδιοργάνωση της στρατηγικής των ΗΠΑ. Εάν ο Τραμπ αποφασίσει να αποσύρει τη στήριξη προς την Ουκρανία, οι σύμμαχοι της Αμερικής θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ανατροπή των δεδομένων, γεγονός που θα μπορούσε να μειώσει την εμπιστοσύνη τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επιπλέον, οι κινήσεις αυτές αυξάνουν τον κίνδυνο κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Η χρήση αμερικανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς για πλήγματα εντός ρωσικού εδάφους μπορεί να οδηγήσει σε αντίποινα από τη Ρωσία, ενώ υπάρχει ορατός ο κίνδυνος διεύρυνσης της σύγκρουσης σε περιφερειακό ή ακόμα και παγκόσμιο επίπεδο.
Τι μπορεί να κάνει ο Τραμπ;
Ο Ντόναλντ Τραμπ, όταν αναλάβει τα καθήκοντά του, θα βρεθεί μπροστά σε μια κρίσιμη επιλογή: να συνεχίσει την πολιτική του Μπάιντεν ή να επιδιώξει μια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης. Αν και η πρώτη επιλογή θα εξασφαλίσει τη συνέχιση της αμερικανικής υποστήριξης προς την Ουκρανία, η δεύτερη μπορεί να του δώσει τη δυνατότητα να υλοποιήσει την υπόσχεσή του για ειρήνη.
Ο Τραμπ έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη διαπραγματευτική του δύναμη για να επιδιώξει μια συμφωνία που θα σταματήσει τη στρατιωτική σύγκρουση και θα μειώσει την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την άρση κάποιων κυρώσεων προς τη Ρωσία, σε αντάλλαγμα για μια παύση πυρός και την έναρξη συνομιλιών για μια μακροχρόνια ειρηνευτική συμφωνία.
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο να κατηγορηθεί ο Τραμπ για αδυναμία απέναντι στη Ρωσία, ειδικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Η επόμενη μέρα για την Ουκρανία και τον κόσμο
Η έκβαση της πολιτικής που θα ακολουθήσει ο Τραμπ θα έχει σημαντικές συνέπειες για την Ουκρανία, τη Ρωσία και την παγκόσμια ασφάλεια. Εάν ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ αποφασίσει να αποσύρει τη στρατιωτική υποστήριξη, η Ουκρανία θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, ενώ η Ρωσία θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της. Από την άλλη πλευρά, μια επιτυχής διαπραγμάτευση θα μπορούσε να τερματίσει έναν πόλεμο που έχει προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές και ανθρώπινες απώλειες.
Η προσπάθεια του Μπάιντεν να δεσμεύσει τον Τραμπ σε μια προκαθορισμένη στρατηγική μπορεί να δημιουργεί εμπόδια για τη νέα διοίκηση, αλλά δεν μπορεί να καθορίσει τη μακροπρόθεσμη πορεία της αμερικανικής πολιτικής. Ο Τραμπ, γνωστός για την απρόβλεπτη φύση του, έχει αποδείξει ότι είναι διατεθειμένος να αψηφήσει το κατεστημένο και να εφαρμόσει τις δικές του πολιτικές, ανεξάρτητα από την κριτική που θα δεχθεί.
Οι τελευταίες κινήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν δείχνουν μια προσπάθεια να εγκλωβιστεί ο Τραμπ σε μια συνεχιζόμενη στρατηγική για την Ουκρανία, ωστόσο η επιτυχία αυτής της προσπάθειας παραμένει αβέβαιη. Ο Ντόναλντ Τραμπ, με τις δηλώσεις του για άμεσο τερματισμό του πολέμου, έχει δείξει ότι σκοπεύει να ακολουθήσει μια διαφορετική πορεία. Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα εμπόδια που έχει αφήσει πίσω της η απερχόμενη διοίκηση και να υλοποιήσει τη δική του στρατηγική για την ειρήνη στην Ουκρανία.