Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, κρίθηκε ένοχος από δικαστήριο του Παρισιού για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, σχετικά με την υπόθεση της φερόμενης παράνομης χρηματοδότησης της προεκλογικής του εκστρατείας το 2007 από το καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι. Ωστόσο, αθωώθηκε για άλλες κατηγορίες, όπως παθητική διαφθορά και απόκρυψη υπεξαίρεσης δημοσίων πόρων.
Η δικαστική απόφαση δεν συνοδεύτηκε ακόμη από ποινή, ενώ ο 70χρονος Σαρκοζί έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση, η οποία αν υποβληθεί, θα αναστείλει την εκτέλεση οποιασδήποτε ποινής. Οι εισαγγελείς είχαν ζητήσει επτά χρόνια κάθειρξης.
Ο Σαρκοζί βρέθηκε στο δικαστήριο μαζί με τη σύζυγό του Κάρλα Μπρούνι και τα παιδιά του, ενώ η υπόθεση έχει προκαλέσει αίσθηση, καθώς πρόκειται για τον πρώτο πρώην Γάλλο πρόεδρο που καταδικάζεται για αποδοχή παράνομων κεφαλαίων από ξένη χώρα.
Η υπόθεση βασίστηκε σε μια δεκαετή έρευνα που αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, ότι μεσάζοντες φέρονται να παρέδιδαν βαλίτσες γεμάτες μετρητά από τη Λιβύη σε αξιωματούχους στη Γαλλία. Το δικαστήριο διερεύνησε εάν, σε αντάλλαγμα για αυτή τη χρηματοδότηση, το καθεστώς Καντάφι ζητούσε πολιτικές και διπλωματικές χάρες — μία από τις οποίες φέρεται να αφορούσε τον τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Λιβύης, Αμπντουλάχ αλ-Σενούσι, καταδικασμένο για τρομοκρατική επίθεση του 1989.
Η σχέση του Σαρκοζί με τον Καντάφι ήρθε στο προσκήνιο με λεπτομέρειες που σοκάρουν: ο Σαρκοζί προσκάλεσε τον Λίβυο ηγέτη το 2007 στο Παρίσι για επίσημη επίσκεψη, μόλις εξελέγη πρόεδρος — μία κίνηση που είχε προκαλέσει αντιδράσεις, δεδομένου του αυταρχικού παρελθόντος του Καντάφι και της σύνδεσής του με τρομοκρατικές ενέργειες.
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή είναι η τρίτη καταδίκη του Σαρκοζί. Έχει ήδη καταδικαστεί για διαφθορά σε άλλη υπόθεση, ενώ εκκρεμεί και νέα δίκη για την παράνομη χρηματοδότηση της καμπάνιας του το 2012. Στην πρώτη υπόθεση του επιβλήθηκε η χρήση ηλεκτρονικού βραχιολιού – για πρώτη φορά στη Γαλλία σε πρώην αρχηγό κράτους.
Η αποκάλυψη της υπόθεσης έγινε το 2011 από τον ερευνητικό ιστότοπο Mediapart. Ο δημοσιογράφος Φαμπρίς Αρφί δήλωσε πως πρόκειται για ένα πολιτικό και ηθικό σοκ για τη γαλλική κοινωνία, με βαθύ αντίκτυπο στην εικόνα της χώρας και στους θεσμούς της.