Το Μεγάλο Σάββατο είναι η τελευταία μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Μεγάλης Σαρακοστής πριν τη λύτρωση και το Πάσχα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την ταφή του Κυρίου και την κάθοδό Του στον Άδη, γεγονότα που προετοιμάζουν την Ανάσταση. Η ημέρα ξεκινά με την πρώτη Ανάσταση, τον Εσπερινό της Κυριακής του Πάσχα δηλαδή, κατά τον οποίο ψάλλεται το “ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι”.
Εκείνη τη στιγμή, ο ιερέας σκορπίζει βάγια ή φύλλα δάφνης στον ναό, σύμβολο νίκης και Ανάστασης. Αμέσως μετά, διαβάζεται απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, το οποίο έχει αναστάσιμο περιεχόμενο και αναφέρεται ο μεγάλος σεισμός και η αποσφράγιση του τάφου. Σε πολλούς Ιερούς Ναούς διατηρείται το έθιμο της μίμησης του σεισμού την ώρα που ψάλλεται το «Ανάστα ο Θεός».
Το βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, η εκκλησία σκοτεινιάζει και ο ιερέας, κρατώντας δύο δεσμίδες τριάντα τριών κεριών με το Άγιο Φως, ψάλλει το «Δεῦτε λάβετε φῶς» . Ακολουθεί η Ανάσταση, με την ανάγνωση του Ευαγγελίου και την ψαλμωδία του «Χριστός ἀνέστη».
Μετά την Ανάσταση, οι πιστοί μεταφέρουν το Άγιο Φως στα σπίτια τους, κάνοντας το σχήμα του σταυρού στην είσοδο με τον καπνό της λαμπάδας . Ακολουθεί το πασχαλινό τραπέζι με παραδοσιακά εδέσματα όπως η μαγειρίτσα, τα τσουρέκια και τα κόκκινα αυγά .
Η πρώτη Ανάσταση
Το σώμα του Χριστού έχει ταφεί, χωρίς όμως να γνωρίζει την φθορά που γνωρίζουν όλοι οι νεκροί, καθώς παραμένει ενωμένο με την θεότητα, ενώ η ψυχή του Χριστού βρίσκεται στον Άδη, στο χώρο του θανάτου, όπου κηρύττει την μετάνοια. Εν τω μεταξύ οι Αρχιερείς με την άδεια του Πιλάτου, εγκαθιστούν φρουρά έξω από το μνήμα του Χριστού φοβούμενος ότι οι μαθητές του μπορεί να κλέψουν το σώμα του και να διαδώσουν ότι αναστήθηκε.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός ολοκληρώνει το έργο της Θείας Οικονομίας, που είναι η ανάσταση όλης της Δημιουργίας και όλων των ανθρώπων, κι αυτών που ήταν εν ζωή, αλλά και αυτών που είχαν πεθάνει πριν τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, νικιέται δια του θανάτου του Χριστού, και όλα κινούνται στην προσδοκία της Ανάστασης, της γνήσιας ελευθερίας.
Το πρωί εορτάζεται στην εκκλησία η πρώτη Ανάσταση. «Σεισμός εγένετο μέγας», καθώς οι Μυροφόρες πλησιάζουν τον Τάφο του Ιησού. Φτάνοντας στο σημείο αντί για τη σορό του Ιησού βλέπουν στη θέση του Άγγελο ο οποίος τους αναγγέλλει πως ο «Κύριος Ανέστη». Οι Μυροφόρες τρέχουν να αναγγείλουν την ευχάριστη είδηση στους Αποστόλους και ο ανεστημένος Ιησούς εμφανίζεται στο δρόμο τους. Κατά τη σύναξη των έντεκα μαθητών εμφανίζεται μπροστά τους ο Ιησούς ο οποίος τους δίνει εντολή «πορευθέντες μαθητεύσαντες πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στον Πόντιο Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στον λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη ζούσε· και τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης». Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδειά του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλειά του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η αρχή μιας νέας ανθρωπότητας. Στο πρόσωπο του Κυρίου και στην ιστορική Του παρουσία από την ενανθρώπιση έως και την Ανάσταση γεννιέται, αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται η σωτηρία του ανθρώπου. Η Ανάταση είναι το σημείο εκείνο στο οποίο η ανθρωπολογία αλλάζει. Ο άνθρωπος παύει να πια να ζει τον θάνατο ως το τελικό γεγονός στη ζωή του.
Οι άνθρωποι καταδίκασαν τον Θεό σε θάνατο, ο Θεός, όμως, με την Ανάστασή του καταδικάζει τους ανθρώπους σε αθανασία. Για τα χτυπήματα ανταποδίδει αγκαλιές, για τις βρισιές ευλογίες. Για τον θάνατο την Αθανασία. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Αναστάντος Χριστού.