Ο διαρκής διάλογος ο οποίος έχει ξεκινήσει με τους κοινωνικούς εταίρους για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας που αφορά σε επαρκείς κατώτατους μισθούς και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αποτέλεσαν τα βασικά σημεία της συνέντευξης που παραχώρησε η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Όπως σημείωσε η υπουργός, η κυβέρνηση έχει εστιάσει τα τελευταία χρόνια στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στη στήριξη των εργαζομένων στη χώρα μας. «Παραλάβαμε το 2019 τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ και, σήμερα, είναι ήδη στα 830 ευρώ. Αυτό σηματοδοτεί αύξηση της τάξης του 28% και η δέσμευση είναι να φτάσει στα 950 ευρώ το 2027, στο τέλος της τετραετίας. Συνολικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα σημειώσει αύξηση 46%», είπε η κα Κεραμέως.
Η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε στην ευρωπαϊκή οδηγία, επισημαίνοντας ότι στόχος της είναι η διασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών και η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η οδηγία προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα για θέσπιση μηχανισμού αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού.
«Αναπροσαρμογή σημαίνει μόνο αύξηση. Ρητά η οδηγία προβλέπει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μείωση του κατώτατου μισθού. Τα 950 ευρώ θα είναι η βάση το 2027. Αυτό που συζητάμε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οδηγίας είναι το πώς θα αυξάνεται, μετά το 2027, ο κατώτατος μισθός», διευκρίνισε η κα Κεραμέως.
Όπως τόνισε η ίδια, στο πόρισμά της, η Επιστημονική Επιτροπή προτείνει τη χρήση ενός μαθηματικού τύπου, όπως συμβαίνει και σε άλλες οκτώ χώρες της Ε.Ε. για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με την εισήγηση της Επιτροπής, όσο αυξάνονται οι τιμές στην αγορά, θα αυξάνεται και ο κατώτατος μισθός. «Ναι, έχουμε ζήτημα ακρίβειας και εκεί μπαίνει ο μαθηματικός τύπος και τι λέει; Αν τα ευάλωτα νοικοκυριά είναι αντιμέτωπα με υψηλές τιμές, να ανεβαίνει και ο κατώτατος μισθός.
Λέει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τις πληθωριστικές τάσεις, αλλά και την παραγωγικότητα της οικονομίας μας», υπογράμμισε η υπουργός και προσέθεσε ότι, αν ο συντελεστής οδηγεί σε μείωση, δεν θα γίνεται αναπροσαρμογή. Η συζήτηση που κάνουμε είναι για το πώς και πόσο θα ανεβαίνει ο κατώτατος μισθός πάνω από τα 950 ευρώ, μετά το 2027» συμπλήρωσε η υπουργός Εργασίας.
Αναφερόμενη στον διάλογο που έχει ανοίξει επ’ αυτού με τους κοινωνικούς εταίρους, η κα Κεραμέως σημείωσε ότι αντιλαμβάνεται τη θέση αρχής τους, σύμφωνα με την οποία ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να καθορίζεται σε επίπεδο ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης, ωστόσο, όπως διευκρίνισε, στη χώρα μας υπάρχει δυσκολία στο να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συμφωνήσουν εργαζόμενοι και εργοδότες. «Θέλουμε ως κυβέρνηση να ενθαρρύνουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και, γι’ αυτό, το επόμενο διάστημα, θα ανοίξω έναν ευρύτατο διάλογο, για να βρούμε τρόπους, με τους οποίους μπορούμε και εμείς ως Πολιτεία να ενθαρρύνουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις» διαβεβαίωσε η υπουργός.
Στη συνέχεια, η κα Κεραμέως ανέφερε περαιτέρω λόγους για τους οποίους ενδείκνυται ένας αντικειμενικός μηχανισμός αύξησης κατώτατου μισθού και όχι ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση. «Πρώτον, γιατί ο αυτόματος μηχανισμός στη βάση αντικειμενικών δεικτών της οικονομίας προσφέρει προβλεψιμότητα και για τους εργαζόμενους και τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, αλλά και για τον προγραμματισμό των επιχειρήσεων, δεύτερον λαμβάνει υπ’ όψιν αντικειμενικά στοιχεία της οικονομίας, όπως η αύξηση τιμών και η παραγωγικότητα της οικονομίας, τρίτον ο νομοθετικά προσδιοριζόμενος κατώτατος μισθός είναι η πολιτική που ακολουθούν 22 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, τέταρτον, οι κοινωνικοί εταίροι δεν εκπροσωπούν όλα τα στρώματα της κοινωνίας, π.χ. τους ανέργους, που επηρεάζονται από τη διαμόρφωση του κατώτερου μισθού».
Σχετικά με τη μείωση που καταγράφεται στην ανεργία, η υπουργός Εργασίας επανέλαβε τη στόχευση του υπουργείου να επικεντρωθεί σε πολιτικές που προωθούν την τόνωση της απασχόλησης στις γυναίκες, τους νέους, τα άτομα με αναπηρία και τους συνταξιούχους, υπενθυμίζοντας παράλληλα τη σημαντική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες συνολικά από το 2019, μείωση που έχει και αυτή συμβάλλει στη δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας.