Θλίψη σκόρπισε στον καλλιτεχνικό κόσμο η είδηση θανάτου της Καίτης Γκρέυ, σε ηλικία 100 ετών το πρωί της Κυριακής (19/1).
Η σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια συνεργάστηκε με τα κορυφαία ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στράτος Διονυσίου, ο Πάνος Γαβαλάς και πολλούς άλλους. Στον πρώτο, μάλιστα, γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής της.
Σε παλαιότερη συνέντευξή της η Καίτη Γκρέυ είχε μιλήσει για τη γνωριμία, τον έρωτα και τη συνεργασία της με τον Στέλιο Καζαντζίδη, λέγοντας πως ήταν η πρώτη της αγάπη.
Ενας θυελλώδης έρωτας που έφτασε ως τον αρραβώνα και παραλίγο να καταλήξει σε γάμο, κόντρες πάνω και κάτω από την πίστα, αλλά και πολύ παρασκήνιο… Αυτή ήταν η σχέση της Καίτης Γκρέυ με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που έμελλε να σηματοδοτήσει έναν από τους σημαντικότερους ερωτικούς δεσμούς στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
Είχε πει μάλιστα, πως τον φρόντιζε σαν να ήταν μωρό. «Ήμασταν μικρά παιδιά. Ήταν η πρώτη μου αγάπη και ο πρώτος άντρας που με έκανε να νιώσω γυναίκα. Μείναμε μαζί πέντε χρόνια από το 1953 έως το 1958. Τη στοργή που βρήκε σε μένα δεν την είχε βρει από καμία άλλη γυναίκα. Ήμουν δούλα στον άντρα. Ήταν άρρωστος και του έδινα τη σπλήνα για να τη μασήσει και να μου την επιστρέψει. Σαν να είχα ένα μωρό τον Στέλιο», είχε πει.
Αναφερόμενη στις προσωπικές τους δυσκολίες και τον χωρισμό τους, δήλωσε πως η ίδια είχε ήδη «παγώσει», όταν επανασυνδέθηκαν, αφού είχε γνωρίσει κάποιον άλλο. «Πολλά Σαββατόβραδα δεν ήθελε να πάμε για δουλειά και προτιμούσε να μείνουμε μαζί στο σπίτι. Ήταν η μεγαλύτερη κατάχρηση της ζωής μου. Κάπου δεν ήταν τυχερό. Εκείνος ξεμυαλίστηκε, όχι εγώ.
Ξαναγύρισε σε μένα ο Στέλιος μετά από έναν χρόνο. Όμως, εγώ κάπου είχα παγώσει. Έκανα μια προσπάθεια να σμίξω με τον Στέλιο, αλλά όπως φαίνεται, το είχα ξεπεράσει και ήδη είχα γνωρίσει έναν άλλο άνθρωπο και ήμουν ευτυχισμένη μαζί του, τον Νίκο Λαιμό, τον εφοπλιστή», είχε δηλώσει.
Ο χωρισμός τους δεν ήταν καθόλου εύκολος όπως είπε. Αφού ο Στέλιος Καζαντζίδης έκανε ακόμα μια προσπάθεια να τα ξαναβρούν και δεν τα κατάφερε, έφυγε με τη Μαρινέλλα στην Ελλάδα και την άφησε χωρίς καθόλου χρήματα.
«Έκανε προσπάθειες να ξανασμίξουμε. Είμαι σίγουρη ότι μετά από εμένα έμπλεξε με πολλές γυναίκες. Όταν γνώρισε τη Μαρινέλλα, ήμασταν σε περιοδεία. Τότε εκδηλώθηκε και είπε “μόλις κατέβω στην Αθήνα θα πάρω διαζύγιο”. Το είπε και το έκανε. Έμενε στην οδό Κνωσού και εγώ στην πλατεία Αττικής. Με πήρε τηλέφωνο να πάω να τον βρω. Δεν μπορούσα γιατί είχα κλείσει θέση στο σινεμά για να δω το “Δόκτορ Ζιβάγκο”. Πήγα τελικά για λίγο. Είχε έναν φάκελο στο κομοδίνο. Ανοίγω και βλέπω το διαζύγιο. “Σε καλή μεριά”, του είπα. Τότε έφευγα για Αμερική να κάνω πρεμιέρα στην Σπηλιά, στα μέσα του ’60. Μου ζήτησε να μείνω κοντά του. Του είπα “Στέλιο και εγώ κάποτε σε είχα πολύ ανάγκη να μείνεις κοντά μου και εσύ με εγκατέλειψες στο ξενοδοχείο”. Πήρε τη μάνα του και τη Μαρινέλλα και έφυγαν και με άφησε χωρίς ούτε μια δραχμή. Αυτό με πείραξε πάρα πολύ. Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Αν δεν ήταν τότε ο Καρνέζης με τον Παπαδόπουλο, θα είχα φουντάρει», είχε δηλώσει η Καίτη Γκρέι.
Η πρώτη γνωριμία…
«Το μαγαζί κάθε βράδυ ήταν γεμάτο. Ολη η ορχήστρα ήταν καθισμένη πάνω στο πάλκο και οι οικογένειες έρχονταν για να διασκεδάσουν με τα τραγούδια μας. Είχα παρατηρήσει λοιπόν πως κάθε Σάββατο βράδυ μια ηλικιωμένη γυναίκα ερχόταν στο μαγαζί και καθόταν σε ένα από τα πρώτα τραπέζια και περίμενε. Μόλις την έβλεπε ο Κλουβάτος, κατέβαινε από το πάλκο, πήγαινε κοντά της, της έδινε χρήματα και μετά έφευγε. Ενα από τα Σάββατα αυτά ρώτησα τον Γεράσιμο. “Βρε Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα που της δίνεις χρήματα’’; ‘‘Καίτη, είναι μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που έχει στη Μακρόνησο έναν γιο στρατιώτη και της δίνω λίγα χρήματα για να του πάρει τσιγάρα”.
Στενοχωρήθηκα έτσι όπως μου το είπε στην αρχή ο Γεράσιμος και θέλησα να τη βοηθήσω κι εγώ. “Γεράσιμε, μπορώ να της δώσω κι εγώ κάτι;” του λέω, και μου απαντάει “φυσικά”. Πράγματι, πήγαινα κοντά της όταν ερχόταν η γριούλα, την έβαζα να φάει και την κερνούσα και μια μπιρίτσα, της έδινα ένα πακέτο τσιγάρα και μετά έφευγε για να πάει στον γιο της. Οταν η κυρα-Γεσθημανή πήγαινε στη Μακρόνησο, στον γιο της τον Στέλιο, τα τσιγάρα, όλο ψέλλιζε: “Στέλιο μου, όταν έρθεις στην Αθήνα, θέλω να γνωρίσεις αυτό το κορίτσι που σου στέλνει τα τσιγάρα και τραγουδάει το “Βουνό”. Τι ωραίο κορίτσι και τι ψυχούλα…” Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή, Σεπτέμβρης του ’53. Η μεγάλη έκπληξη έρχεται για μένα όταν με πλησιάζει ο Γεράσιμος μπαίνοντας στο κέντρο και μου λέει: “Καιτούλα, έλα να σε γνωρίσω με το παιδί που του στέλναμε τα τσιγάρα. Ηρθε να μας δει.
Πράγματι, πηγαίνω στο τραπέζι και βλέπω τον Στέλιο να έχει πλάι του μια κοπέλα, την Ελένη. Θυμάμαι έκανε ψύχρα και ο Στέλιος έριξε στην πλάτη της μια ζακέτα που της έφερα εγώ για να μην κρυώσει. “Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω από κοντά. Εχω ακούσει τόσο πολλά για σένα από τη μητέρα σου, που νιώθω σαν να σε ξέρω” του λέω εγώ. Το επόμενο λοιπόν βράδυ ήταν Σάββατο και ο Στέλιος αποφάσισε να φέρει στο κέντρο όπου τραγουδούσα όλο το σόι του. Ο Στέλιος, μόλις ακούει ένα ταγκό που παίζει η ορχήστρα, με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: “Θες να σε χορέψω ταγκό;” Κοκκίνισα. “Γιατί όχι” του απαντάω. Χορέψαμε αγκαλιασμένοι το ταγκό και προς το τέλος μού λέει στο αυτί: “Αύριο μεσημέρι θα έρθεις να φάμε σπίτι μαζί…”»
Τα γράμματα & η αποβολή…
«Τότε δούλευα εγώ με το δικό μου συγκρότημα, τον Κωστάκη τον Παπαδόπουλο, τον Λάκη Καρνέζη και τον Γιώργο Κοινούση, στις Τζιτζιφιές στου Δερμιτζόπουλου. Επρεπε λοιπόν να δουλεύω για να συντηρώ και την οικογένεια του Στέλιου, αλλά και για να στέλνω και στον Στέλιο χρήματα. Είχα βάλει τον Στάθη, τον αδερφό του Στέλιου, στο σχολείο. Εν τω μεταξύ, όταν έφυγε ο Στέλιος για την Καβάλα, ο άντρας μου σπιτώθηκε με κάποια γυναίκα. Για να μην έχουν το φόρτωμα του παιδιού που είχε μαζί μου κάνει, τον Φίλιππο, έβγαλε ψεύτικα χαρτιά και έκλεισε το παιδί μου στο ορφανοτροφείο. Ηδη όμως εγώ ήμουν έγκυος από τον Στέλιο. Υπέφερα για να τα βγάλω πέρα. Είχα φτάσει 4,5 μηνών. Η κοιλιά μου άρχιζε να φαίνεται. Μια μέρα, όμως, ένα ατυχές γεγονός μού προκάλεσε αιμορραγία.
Το λέω στην πεθερά μου κι εκείνη κάλεσε την κυρα-Ελισσώ, μια γειτόνισσα που ήξερε από ιατρικά, για να μου κάνει αιμοστακτικές ενέσεις. Η αιμορραγία σταμάτησε. Ομως μετά από κάποιες μέρες η αιμορραγία ξανάρχισε. Τρέχοντας πανικόβλητη η πεθερά μου, με παίρνει και με πηγαίνει σε έναν γιατρό στη γειτονιά μας. Ο γιατρός κάνει όλες τις εξετάσεις. Από το πρόσωπό του τρέχει ιδρώτας. Αφήνει κάτω τα ακουστικά. Στέκεται σιωπηλός σε μια γωνιά. “Δυστυχώς το παιδί έχει πεθάνει. Θα πρέπει να τη χειρουργήσω γιατί υπάρχει κίνδυνος και για την ίδια. Παγώσαμε μόλις το ακούσαμε. Εγώ άρχισα να κλαίω. Η πεθερά μου κρατούσε το κεφάλι της. “Συμφορά μας. Τι θα πούμε στον Στέλιο; Θα αυτοκτονήσει έτσι και μάθει κάτι τέτοιο” έλεγε και ξανάλεγε εκείνη. “Οχι, γιατρέ, θα την πάω σπίτι”. Ετσι κι έγινε.
Πηγαίνουμε σπίτι, κάπως είχα συνέλθει, το βράδυ είχαμε συνέλευση με τον Μανώλη Χιώτη και με το σωματείο μας. Επρεπε να παρευρίσκομαι μαζί τους. Ντύνομαι και ξεκινάω. ηταν χειμώνας, μαζί μου είχα και τον Στάθη, τον αδερφό του Στέλιου. Η πεθερά μου ήταν άρρωστη. Θυμάμαι φορούσα γούνα. Τέλειωσε η συνέλευση και πήρα τον Στάθη από το χεράκι να πάμε στου Δερμιτζόπουλου. Σταματάμε το λεωφορείο και, όπως πάω να ανέβω, αισθάνομαι ένα μπούκωμα στην κοιλιά. Το λεωφορείο σταματάει μπροστά από το κέντρο. Μαζί μας ήταν και ο Κωστάκης ο Παπαδόπουλος. Με βλέπει που είχα κιτρινίσει και κόντευα να σωριαστώ στο έδαφος. “Κώστα, δεν αισθάνομαι καλά. Σε παρακαλώ, πάρε μου από το περίπτερο ένα κουτί βαμβάκι” του λέω. Μπαίνουμε στο κέντρο και αμέσως πηγαίνω στην τουαλέτα. Μόλις πάω για την ανάγκη μου, πέφτει το παιδί. Ηταν αγόρι και ήταν νεκρό…»