Η ισότητα στην πράξη: Τι σημαίνει το άρθρο 4 του Συντάγματος σήμερα

Της Αλεξίας Χαρακίδα

Η ισότητα αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στο ελληνικό Σύνταγμα, το άρθρο 4 αναγνωρίζει και κατοχυρώνει με σαφήνεια τόσο την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, όσο και την ισότητα ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Η αρχή αυτή συνιστά θεμέλιο του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, ενώ λειτουργεί ως οδηγός ερμηνείας και εφαρμογής της έννομης τάξης.

Το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», ενώ στην παρ. 2 επισημαίνεται ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Η αρχή της ισότητας, όπως αποτυπώνεται στις διατάξεις αυτές, δεν περιορίζεται σε τυπική ισότητα, δηλαδή την ίση εφαρμογή των κανόνων δικαίου σε όλους, αλλά εκτείνεται και στην ουσιαστική ισότητα, δηλαδή την ανάγκη εξάλειψης πραγματικών ανισοτήτων μέσα από θετικά μέτρα της Πολιτείας. Η συνταγματική αναγνώριση της ισότητας έχει διττή λειτουργία: αφενός δεσμεύει τον νομοθέτη να αποφεύγει ρυθμίσεις που εισάγουν αδικαιολόγητες διακρίσεις, αφετέρου επιτρέπει τη λήψη ειδικών μέτρων υπέρ ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας.

Παρά την τυπική κατοχύρωση, η εφαρμογή της ισότητας στην πράξη συχνά προσκρούει σε σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Η οικονομική κρίση, η πανδημία και η ενεργειακή ακρίβεια ανέδειξαν ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, περιορίζοντας την ουσιαστική ισότητα ως προς την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται και το ζήτημα του μεταναστευτικού. Αν και το άρθρο 4 αφορά πρωτίστως τους Έλληνες πολίτες, η αρχή της ισότητας επηρεάζει και τη στάση της Πολιτείας απέναντι σε αλλοδαπούς που ζουν μόνιμα στη χώρα, εγείροντας ζητήματα ίσης μεταχείρισης σε τομείς όπως η εργασία, η εκπαίδευση και η κοινωνική ένταξη. Παράλληλα, το αίσθημα ασφάλειας αποτελεί βασικό κοινωνικό δικαίωμα. Ωστόσο, η άνιση προστασία διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων και περιοχών δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την ισότιμη εφαρμογή των κρατικών πολιτικών.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου έχει διαμορφώσει ένα πλούσιο πλαίσιο ερμηνείας της αρχής της ισότητας. Έχει επανειλημμένα κριθεί ότι δεν απαγορεύονται οι διακρίσεις καθεαυτές, αλλά μόνο οι αδικαιολόγητες ή αναιτιολόγητες διαφοροποιήσεις. Επιπλέον, έχει αναγνωριστεί ότι η ουσιαστική ισότητα επιτρέπει την εισαγωγή ευνοϊκών ρυθμίσεων για κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε δυσμενή θέση, όπως οι ΑμεΑ, οι πολύτεκνοι ή οι άνεργοι. Έτσι, η ισότητα δεν νοείται ως τυφλή και μηχανική ομοιομορφία, αλλά ως εργαλείο για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η ισότητα δεν είναι έννοια στατική αλλά επαναπροσδιορίζεται συνεχώς μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες. Σήμερα, ζητήματα όπως η ψηφιακή ανισότητα, η ισότητα φύλων στην αγορά εργασίας, η ισότιμη πρόσβαση στην πληροφόρηση και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις, καθιστούν την εφαρμογή του άρθρου 4 περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Η Πολιτεία καλείται να μετατρέψει την τυπική ισότητα σε ουσιαστική, με πολιτικές που προάγουν τη δικαιοσύνη, την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.

Το άρθρο 4 του Συντάγματος παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής έννομης τάξης, αλλά η πρακτική εφαρμογή της αρχής της ισότητας εξακολουθεί να συναντά προκλήσεις. Η ισότητα δεν αρκεί να υπάρχει μόνο ως νομική πρόβλεψη, αλλά πρέπει να αντανακλάται και στην καθημερινότητα των πολιτών. Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου κρίνονται όχι μόνο από την ύπαρξη συνταγματικών διατάξεων, αλλά από το κατά πόσο αυτές μετουσιώνονται σε απτή κοινωνική πραγματικότητα. Η ισότητα, επομένως, αποτελεί όχι μόνο θεσμική δέσμευση, αλλά και καθημερινή διεκδίκηση.


H Αλεξία Χαρακίδα έχει σπουδάσει Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Διοίκηση ΔΠΘ, ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα ΕΚΠΑ, ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική ΕΚΠΑ και είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών.

Κύλιση στην κορυφή