Η απαξία του Εθνικού μας συμβούλου και η αφαίρεση του Σταυρού από τη Σημαία

Α. Παγκοσμιοποίηση και Νέα Τάξη Πραγμάτων

Είναι πρόδηλον, ότι το έθνος, συν τω χρόνω προιόντι, συρρικνούται επικινδύνως, η εθνική κυριαρχία καταλύεται, αρχής γενομένης της εκουσίας υπαγωγής  ή εξ ανάγκης (υπαγωγής μας) εις τις μνηομιακές συμβάσεις,  εν συνδυασμώ με την, διαχρονικώς,  εθνικά ασκούμενη ενδοτική πολιτική, προς διεκδίκηση, εντός των ορίων των παραδοσιακών συμμαχιών και της Ευρωπαικής εν γένει Ενώσεως, το εθνικό μας δίκαιο περιφρουρώντας, σιδηρώς, ως έδει, την εθνική μας αξιοπρέπεια.

Πέραν όμως των γεωγραφικών απειλών και της, κατά το μάλλον ή ήττον, ηττοπαθούς στάσεως μας ως αυτοδύναμο κράτος έθνος, δηλονότι η, Ελλάς έχει καταστεί, ανυπερθέτως, έρμαιο, της επελαυνούσης, ισοπεδοτικής παγκοσμιοποιήσεως, σε εθνικό επίπεδο, η οποία, πρόσθες δε, προάγει την ομοιογενοποιήση των εθνών, αλλά και την καλπάζουσα νεοπαγή Νέα Τάξη Πραγμάτων η οποία ευαγγελίζεται την εγκαθίδρυση του αρτιφανούς ολοκληρωτισμό της προσφυούς «woke» κουλτούρας.

Η συστηματική και αναφανδόν προώθηση, του ιδεολογήματος του εθνομηδενισμού, η συνειδητή παραχάραξη της ιστορίας, η επί μακρόν, αποδόμηση της γλώσσας, η δε κατασυκοφάντηση της εν γένει ζώσης, διαχρονικής Ελληνο-Χριστιανική παραδόσεώς μας, δομική σταθερά της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας μας, συνιστούν ανυπερθέτως, επιτηδείως και επιμελώς μεθοδευμένες πρακτικές,  κατατείνουσες ευμεθόδως, ίνα καταλυθεί εκ βάθρων και ίνα ακρωτηριασθεί εκ βαθέων, η δαψιλή εθνικής μας συνείδηση,  και  συνακολούθως, να προλειανθεί προσηκόντως το έδαφος δια την επέλαση του ολετήρα της ομογενεοποιήσεως και του εξανδραποισμού των πολιτισμών, από το πιο ισχυρώς και οικονομικώς έθνος, το οποίο δεσπόζει ηγεμονικώς, αλλά και να διεμβλισθεί η συμπαγεία των επιμέρους εθνών, δια της ανεξέλεγκτου μαζικής ροής των επηλύδων.

Ήδη σήμερον ομολογείται, μετ’ αδιστάκτου βεβαιότητος, δια επισήμων χειλέων των ανώτατων κρατικών αξιωματούχων, ότι θα επιλυθεί το οξύ δημογραφικό, δια της βαθμηδόν αντικαταστάσεως, του ελληνικού πληθυσμού δια τις ορδές της ανελέγκτου και αθρόου προσελεύσεως των μεταναστών, και ούτως θα παύσει να υπάρχει πρόβλημα περι της υπογεννητικότητας.

Η έλλειψη εθνικής πολιτικής τεκμαίρεται και από την φορολόγηση του τρίτου τέκνου της Ελληνικής Οικογενείας, το οποίο λογίζεται υπό του Ελληνικού Κράτους ως πολυτελές τεκμήριο διαβιώσεως, από την περιφρόνηση προς τα δίκαια αιτήματα οικονομικής ενισχύσεως των πολυτέκνων, πλην όμως, αντί να δίδονται, ως έδει, και επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, ουσιωδώς, ισχυρά οικονομικά κίνητρα, δια την διατήρηση του έθνους και την διεύρυνση της Ελλαδικής οικογένειας ως άλλωστε διαλαμβάνει και η Συνταγματική έννομη τάξη, συμβαίνει κατ’ ουσίαν το ακριβώς αντίθετο, όπου ο Έλλην περιθωριοποιείται και αποκλείεται, εν τη Πατρίδι του.

Οι, εκ των έξωθεν διευθυντηρίων, αναθεωρητές της ιστορίας μας,  μαζί με τους ένδον, κλειδούχους της κερκόπορτας, ευαγγελίζονται κατά συναυτουργία, την συνθλιπτική ισοπέδωση της Πατρίδας μας πανηγυρίζοντας ήδη δια την ολσχερή εξαφάνιση του Ελληνισμού, υπό αυτάς τα συνθήκας.

Το Ελλαδικό κοινοβούλιο λογοδοτεί εις την ίδια υπερεθνική αρχή, η οποία επιβουλεύεται το Ελλαδικό Κράτος προκειμένου να εξυπηρετήσει, αλλόγως, ιδιοτελείς σκοπιμότητες, αδιαφορώντας δια την εθνικό και εν τοις πράγμασι δημόσιο συμφέρον.

Το τρίπτυχο της προελαυνούσης αυτής καταστάσεως ανάγεται εις τον ράγδην μετασχηματισμό των εθνών κρατών εις  ουδετεόρθησκα, ουδετερόφιλα και ουδετεροεθνή κράτη, στερούμενα, παντελούς ορισμένης ταυτότητας και εθνικής αυτεπίγνωσης, ούτως ώστε οι πολίτες να καθίστανται ευεπίφοροι προς την ετεροκατεύθυνση και οικονομική τους αλλοτρίωση.

Β. Διαχωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας  και απαλειψή του Σταυρού εκ της Ελληνικής Σημαίας.

Τα ως άνω τα οποία βιώνουμε, παρασκυάζονται ίνα επέλθουν νομοτελειακώς, εν δέοντι καιρώ, δηλαδή οσονούπω, ενόψει της,  επικειμένης Συνταγματικής αναθεωρήσεως, την, μεταξύ άλλων, αυτόχρημα, ανακίνηση του ακανθώδους και καίριου ζητήματος εγκείμενο εις τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας με ό,τι τούτο συνεπάγεται, δια την ενυπάρχουσα, ρητώς εκ του Συντάγματος παροδοσιακή σχέση συναλληλίας, μεταξύ Εκκλησίας και Ελληνικού Έθνους

Ναι μεν υφίσταται το άρθρο 3 του Συντάγματος, περί της Ορθοδόξου Κρατούσης Θρησκείας, καθώς και η προμετωπίδα αυτού, δια της οποίας δεσπόζει «εις το Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδας» καθώς παρά ταύτα, ένιοι Συνταγματολόγοι, διατείνονται ότι η ως άνω θεμελιώδης, δια ημάς, τους ενβαπαπτισμένους, Ορθοδόξους Χριστιανούς, εις τα νάματα της ζώσης Ορθοδόξου Παραδόσεως, ότι δεν ενέχει κανονιστική ισχύ, αλλά εθιμοτυπική απλώς, δήθεν, δηλωτική της ιδρύσεως του Ελλαδικού Κράτους δυνάμει των, ως άνω αρχών και αξιών, κατά την «Θεολογία του Εθνικοαπευλευθερωτικού αγώνος»

Παρά ταύτα, όμως εν περιπτώσει, τυχόν, πλήρους διαχωρισμού, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, ουδεμία δικαιοδοσία εκχώρησης των «θρησκευτικών της συμβόλων», θα κατέχει, εις τις κρατικές δομές, ήτοι τις εικόνες των Αγίων αλλά και τον Εσταυρωμένο, ο Οποίος Κοσμεί, φερ’ ειπείν, τις αίθουσας των Δικστηρίων, των Σχολίων, και ενίτοτε λοιπών, Κρατικών δομών, καθότι, θα παύσει να δεσπόζει εις περίοπτη θέση, με το αιτητικό, ότι θα θίγει την ισότητα της θρησκευτικής ελευθερίας ετέρας θρησκείας, εν τω πλαισίω του πλουραλισμού, καθότι θα προσκρούει εις την ρητή απαγόρευση, ότι, το Κράτος, ως, πλέον εκ της Συνταγματικής εννόμου τάξεως, θα είναι ουδετέροθρησκο, ένεκεν και συνεπεία του καθολικού, πλήρους και απολύτου διαχωρισμού, ως εκ τούτου, ουδεμία  θρησκεία επιτρέπεται να απολαμβάνει ιδιαιτέρας μεταχειρίσεως υπό του Κράτους διότι θα καθίσταται δηλωτικό κατηχήσεως και προσηλυτισμού, ανεξαρτήτως της ιστορικής συμβολής της ζώσης Ορθοδόξου παραδόσεώς μας, παντί σθένει και πάση δυνάμει, προς την εθνικής μας παλιγγενεσία, ιδίως ως προς τη διαφύλαξη του αλώβητου της Ελληνικής γλώσσης και συστηματικής μεταλαμπαδεύσεως της Ελληνο-Ρωμισούνης, διαρκούντος του Τουρκικού ζυγού.

Το αυτό σαφώς θα συμβεί, ως εικός, εν εκτάσει,  και με τις δοξολογίες, τον Αγιασμό, εις ορισμένες πολιτικές περιστάσεις, (ήτοι εις την Βουλή, εις τα σχολεία και εις άλλες κρατικής υφής περιστάσεις,) δοθέντος ότι,  ήδη έχει περιοριστεί, αρκούντος, ο όρκος εις τα δικαστήρια αλλά, εν μέρει και εντός του Κοινοβουλίου, πλην όμως, το αξιοπερίεργο, εις το σημείον τούτο, είναι και το θέτω ανυπερθέτως,  ως θρυαλλίδα, δια γόνιμη σκέψη και εν ταυτώ λαβή δια δημιουργία αλλεπαλλήλων συναφών συνειρμών:

  Είναι πασίδηλο ότι οι αυτόκλητοι κήνσορες και διαπρύσιοι κήρυκες της φερόμενης αθεΐας, στρέφονται σφόδρα, όλως παραδόξως και αντιφατικώς, υπέρ της πρωτοκαθεδρίας έτερων θρησκειών εν τη  Πατρίδας μας, όπως του Ισλαμισμού, όθεν και συνηγορούν λάβροι υπέρ αυτού, καθιστάμενοι αυτοδικαίως όμως,  σφοδροί πολέμιοι εν τέλει κατά της ζώσης Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Η αφαίρεση του Σταυρού εκ της Ελληνικής Σημαίας, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψιν τα ως άνω, ήδη χαίνει ράγδην και δρομολογείται ενόψει της επικείμενης αναθεωρήσεως του Συντάγματος, ένθα και προωθείται μετ’ επιτάσεως, ο απηνής διαχωρισμός της Εκκλησίας εκ της Πολιτείας, όπερ και τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο Σταυρός, ως αμιγώς θρησκευτικό σύμβολο, κατά αιτιώδη συνέχεια των προεκτεθέντων,  μέλλει να αφαιρεθεί προσηκόντως, από την Εθνική μας Σημαία, η οποία, ούτως, απολειπομένου δηλαδή του Σταυρού, θα αντιπροσωπεύει, κατά την νέα ενδεδειγμένη Συνταγματική ορθότητα περί θεσπίσεως ενός ουδετερόθρησκου Κράτους, αποκλειστικά ορθώς το Ελληνικό κράτος, έναντι του οποίου όλες οι θρησκείες, (ούτως και η Ορθόδοξη Χριτιανιή) δέον όπως αντιμετωπίζονται απολύτως ισότιμα κατ’ επιταγήν της δήθεν αρχής της ανεξιθρησκείας άνευ ετέρου τινός.

Ασφαλώς, εκ των ως άνω συνάγαται αιτιωδώς, ότι ιστορική, τω όντι, συμβολή της ζώσης Ορθοδόξου παραδόσεως εις την ελευθερία του έθνους και μετέπειτα εις την ίδρυση του Ελλαδικού Κράτους όπως εξάλλου τούτο μετεγράφη και εις τα πρωτόλια Συντάγματα[1], Άστρους, Επιδαύρου, Τροιζήνας, ουδόλως συμπεριλαμβάνονται εις την έννοια του ουδέτερου Κράτους το οποίο, επιβάλλεται στανικώς να απεμπλακεί από οιαδήποτε μορφή ταύτισης με την Ορθόδοξη παράδοση, ως δήθεν παρωχημένο, σκοταδιστικό, θεοκρατικό και εν τέλει μη προοδευτικό γεγονός.

Τούτο δε επιρρωνύεται και εκ του γεγονότος ότι η Ελληνική Σημαία δεν είναι κατοχυρωμένη εκ του Συντάγματος ως παλαιότερον συνέβαινε εις την Συνταγματική έννομη τάξη της στρατιωτικής δικτατορίας, διαρκούσης της επταετίας εν έτει 1968  και συγκεκριμένα εις το άρθρο 4.: εθνική σημαία της Ελλάδος είναι δίχρους, κυανή και λευκή. Σχηματίζεται εξ εννέα οριζοντίων ταινιών, πέντε κυανών και τεσσάρων λευκών, διατεταγμένων εναλλάξ. Εις την άνω προς τον ιστόν γωνίαν υπάρχει λευκός ισοσκελής Σταυρός εντός κυανού τετραγώνου, έχοντος μήκος πλευράς ίσον προς το πλάτος πέντε ταινιών».

Γ. Η μη Ποινική Προστασία του Εθνικού μας συμβόλου ως αυθύπαρκτου εννόμου αγαθού και αξίας παρά μόνον, αμιγώς, ως Κρατικού Σύμβολου.

Έτι περαιτέρω ο διατεταγμένος ούτος ανθελληνικός «όφις»  έχει ήδη προλειάνει το έδαφος περί της ολοσχερούς απαξίας, της Ελληνικής μας εν γένει σημαίας μας, καθότι είναι πρόδηλο, ότι ουδόλως προστεύεται –η σημαία- ως εθνικό σύμβολο,  υπό της Ποινικής Νομοθεσίας, αλλά αμιγώς ως κρατικό σύμβολο φορέας της κρατικής Πολιτειακής εξουσίας, πλήρως αποκεκομμένης από την ιστορία του έθνους, άρα λοιπόν, εάν κάποιος ρυπάνει, αλλοιώσει ή καύσει δημοσίως την Ελληνική σημαία, δεν λογίζεται ποινικό αδίκημα, όμως τούτο συμβαίνει, εξ αντιδιαστολής μόνον με τον αφαίρεση της Ελληνικής σημαίας από μία Κρατική υπηρεσία και πάλι υπό προϋποθέσεις και εξειδικεύω ακολούθως :

Το άρθρο 191 Α[2] του Ποινικού Κώδικα υποβάθμισε το αδίκημα της προσβολής του εθνικού συμβόλου, ως κρατικό αμιγώς σύμβολο της πολιτειακής εξουσίας και επουδενί του έθνους ( ως αυθύπρακη έννομη αξία και αγαθό, αποσυναρτημένη από την Κρατική οντότητα, δηλαδή ως αγαθό διαχρονικής πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας), ως είρηται ανωτέρω, το οποίο κολάζεται ποινικά ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της δημοσίας τάξεως, μειώνοντας το εύρος της αξιοποίνου συμπεριφοράς της πράξης αυτής καθ’ εαυτής, υπό την έννοια ότι συγκροτείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού, όχι λόγω οιαδήποτε μορφής δημόσιας μορφής ρύπανσης, παραμόρφωσης, καταστροφής ή αφαίρεσης του εθνικού μας συμβούλου αδιακρίτως και συλλήβδην υπό του εκάστοτε επίδοξου ανθέλληνος  δράστη, αλλά μόνον, εάν και εφόσον αν, αποδειχθεί έκθεση σε κίνδυνο της δημόσιας τάξεως, ήτοι διασάλευση και διατάραξη των ήρεμης και ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των πολιτών, υπό την κυριαρχία του Κράτους.

Εν άλλοις λόγοις, εάν ο εκάστοτε, δόλιος,  επίδοξος δράστης, εν γνώσει του πραμορφώσει και καταστρέψει το εθνικό σύμβολο δολίως και επί τω τέλει να εκδηλώσει το αβυσαλλέο μίσος ή περιφρόνηση κατά της Ελληνικής σημαίας, πλην όμως, εάν και εφόσον τούτο, δεν το πράττει, εν τω πλαισίω της κρατικής εξουσίας, δηλαδή να αφαιρέσει μία σημαία από ένα κρατικό όργανισμό (ήτοι Υπουργείο, Δήμο, Περιφέρεια, Δικαστήριο, Θεραπευτικό Κατάστημα, εν πάση περιπτώσει σε Θεσμικά Κρατική οντότητα και ουχί ιδιωτική, ή την σημαία, αυτή καθ’ αυτή ,ως αυτοτελές εθνικό σύμβολο), διασαλεύοντας την δημόσια τάξη[3], θέτοντας, εν άλλοις λόγοις, σε κίνδυνο αυτή, ή εισέτι και να το πράξει, δηλαδή να αφαιρέσει ή να καταστρέψει μία Ελληνική σημαία από ένα κτήριο πλην όμως αν το πράξει άνευ διασαλεύσεως της δημοσίας τάξεως η πράξη του αυτή, παραμένει ατιμώρητη-ακόλαστη, και ο δράστης παρά το γεγονός ότι έχει προσβάλλει εν τοις πράγμασι, απτώς, αναφανδόν,  και εξ αντικειμένου, το εθνικό μας σύμβολο, ουδεμία κύρωση υφίσταται, λόγω ακριβώς διότι το δόγμα του ποινικού Νόμου, το οποίο θέσπισε, την εξής διάταξη προεβλέψε ταύτα, καταλείποντας ούτως ευρύ περιθώριο πολλαπλής καταφρονήσεως του εθνικού μας συμβόλου.

Συνελόντι ειπείν με άλλη διατύπωση, δεν προστεύεται η σημαία ως εθνικό σύμβολο, αλλά εάν καταστραφεί ενώ ίσταται σε κρατικό κτήριο και ο δράστης την υποστείλει ή την καύσει δημοσίως διασαλεύοντας την δημόσια τάξη, άλλως εάν το πράξει εν κρυπτώ και παραβύστω και διαφύγει ησύχως δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, διότι δεν έχει προκαλέσει διασάλυεση της δημοσίας τάξεως, τούτο σημαίνει, επομένως, βάσει των ανωτέρω, ότι ουδόλως ενδιαφέρει τον Νομοθέτη η προστασία της αιματοβαμμένης Ελληνικής σημαίας ως εθνικό σύμβολο εξ ιδρύσεως του Ελλαδική Κράτους μολονότι, συνδυάζει συμπελκτικώς πλην αρμονικώς, τους δομικούς Πυλώνες της ταυτότητας και της διαχρονίας του Πολιτισμού μας, ήτοι, εκ των ών ούκ άνευ, του Ελληνο-Χριστιανισμού.

Εν κατακλείδι, η Ελλάς Εάλω, η διαγραφή της ιστορίας μας και η λήθη του έθνους προβάλλεται δια μέσου του ποινικού κώδικα την ίδια στιγμή, την οποία ποινικοποιείται απηνώς η ελευθερία έκφρασης και ο πατριωτισμός λογίζεται ως οιονεί  ποινικό αδίκημα, καθότι, κατά του εκάστοτε επίδοξου θιασώτη, των εις άλλες εποχές αυτονοήτων αρχών του, προσάπτεται, ανυπερθέτως, το στίγμα του ακραίου και η Πολιτεία, σπεύδει αμελλητί να τον εξοστρακίσει, απαγγέλοντας του ακολούθως, ανοίκειους πολιτικούς χαρακτηρισμούς, σαφώς, στερουμένων βεβαιώς, οιουδήποτε ορθολογιστικού επιχειρήματος και επιστημονικού υποβάθρου, επί τω τέλει ίνα, τον εξουδετερώσει, αυτόρημα και εν ταυτώ, να το διαπομπεύσει, εις επήκοον όλης, της κοινωνίας, χαρακτηρίζοντας τον, δια μέσου των εξωνημένων μέσων μαζικής ενημερώσεως, ήτοι των κυμβάλων αλαλαζόντων-θεραπαινίδων της καθεστυκίας τάξεως, ως λίαν επικίνδυνο, αντοφρονών δια την δημοκρατία, ο οπίος τολμά και εκδηλώνει ιταμώς απείθια, κατά της αυθεντικώς επιβαλλομένως δογματικής και μοναδικής αληθείας της κρατικής εξουσίας, ως εκ τούτου, «ξύλοις και ροπάλοις», δέον όπως, τιμωρηθεί απηνώς, δια την διασπορά αμοιβαίας διχόνοιας, και συνακολούθως την δήθεν παρά αυτού, επιστράτευση ρητορική μισαλλοδοξίας, ενάντια της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, ως πρόταγμα της προελαυνούσης παγκοσμιοποιήσεως.

 Οι κλειδούχοι της κερκόπορτας κείνται εγγύς, ευρισκόμενοι ήδη επί θύραις.

Χαράλαμπος  β Κατσιβαρδάς

Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και Σ.τ.Ε

Ανεξάρτητος Βουλευτής.


[1] το Ελληνικό κράτος έχει αποκτήσει αρκετά Συντάγματα από την αρχή της ύπαρξής του, το 1821, μέχρι σήμερα:

Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, 1 Ιανουαρίου 1822, ψηφίστηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση της ΕπιδαύρουΝόμος της Επιδαύρου, 1823, αναθεώρηση από την Β’ Εθνοσυνέλευση του ΆστρουςΠολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος,1827, από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (ανεστάλη το 1829 από την Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους)

[2] Άρθρο 191Α  παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικος :

1 «Όποιος Δημόσια αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει, ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους ή εμβλημα της κυριαρχία του, ή ηχητικά παρεμποδίζει την δημόσια ανάκρουση του εθνικού ύμνου και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο της δημόσια τάξη, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη και χρηματική ποινή»

[3] Η παρούσα νέα διάταξη, αξιώνει από την ανωτέρω πράξη του υπαιτίου να εκτεθεί σε κίνδυνο η δημόσια τάξη. Δημόσια τάξη είναι η ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη, των πολιτών υπό την κυριαρχία του Κράτους (ΑΠ11/87). Περιορίζεται εντεύθεν το εύρος της αξιόποινης συμπεριφοράς καθώς το έγκλημα περιγράφεται πια ως δυνητικής διακινδυνεύσεως, απαιτώντας να έχει εκτεθεί σε κίνδυνο η δημόσια τάξη (Αιτιολογική έκθεση του Νέου Ποινικού Κώδικος- νοείται η ο Ν. 4619/2019).

Κύλιση στην κορυφή