Η Σοφία Παπαηλιάδου
Η Σοφία Παπαηλιάδου

Γυναικοκτονίες 2024: Κοινωνία, κράτος και δικαιοσύνη σε συνεργασία για ένα ασφαλέστερο αύριο

Την έλεγαν Ελένη, Κυριακή, Γεωργία, Καρολάιν, Χριστίνα, Μαρία ή μπορεί το όνομά της, να μην το έμαθες ποτέ.
Είναι η γυναίκα από το Μενίδι, από την Κω, από τη Ρόδο, από τα Γλυκά Νερά, από τη Θεσσαλονίκη ή από κάπου που δεν έμαθες ποτέ.
Κι αυτό γιατί ο όρος «γυναικοκτονία» έχει αρχίσει να μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια, ειδικά την τριετία, 2021-2024.

Ένας μακρύς κατάλογος γυναικών, που το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους, είναι το φύλο τους και το φύλο του δολοφόνου τους.

Δεν δολοφονήθηκαν γιατί βρέθηκαν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Δολοφονήθηκαν, γιατί ο φονιάς τους βρέθηκε ελεύθερος, ανενόχλητος, χωρίς φόβο, χωρίς συναίσθηση, απέναντί τους και επέβαλε το νόμο του δυνατότερου.

Δεν δολοφονήθηκαν γιατί φόρεσαν ή είπαν κάτι λάθος, αλλά γιατί ο άνθρωπος απέναντί τους, είχε προδιαγράψει τη μοίρα τους.

Άλλος από «ζήλεια», άλλος από «θυμό», άλλος επειδή «είχε πιει και δεν ήξερε τι έκανε», άλλος επειδή «δεν πέρναγε καλά».

Κανένας δεν λέει «φταίω» και κανείς μας δεν έχει αρκετό θάρρος για να μιλήσει για την αλήθεια πίσω από το χέρι του δολοφόνου.

Δηλαδή για την έλλειψη παιδείας από την οικογένεια, υποστήριξης από το κράτος και ουσιαστικής αυστηρότητας από την δικαιοσύνη.

Μια οικογένεια που βλέπει το πρόβλημα αλλά πιστεύει πως ποτέ δεν θα φτάσει στην πόρτα της η τραγωδία, με βαθιά ριζωμένη μέσα της την πεποίθηση «τι θα πει ο κόσμος».

Ένα κράτος που με ελλιπείς δομές και με έναν υποστηρικτικό μηχανισμό που τώρα ξεκινάει ουσιαστικά να λειτουργεί, προσπαθεί να αποτρέψει την παθογένεια δεκαετιών.

Ένα σύστημα δικαιοσύνης που αυστηροποιεί τις ποινές αλλά αδυνατεί να γίνει ουσιαστικό και αποτελεσματικό.

To 2024 είναι μια χρονιά που ήδη πληρώνεται βαρύς φόρος αίματος και τόσο η συζήτηση για το αν θα πρέπει να λέγονται «γυναικοκτονίες» ή όχι οι δολοφονίες γυναικών, όπως και τα πιο αυστηρά μέτρα και ποινές, βρίσκονται ήδη στον δημόσιο διάλογο και αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας.

Η κυβέρνηση, από 01/05/2024 έχει αυστηροποιήσει στο μέγιστο τον Ποινικό Κώδικα, ενώ στόχος είναι η εφαρμογή του Panic Button σε όλη την επικράτεια, προκειμένου τα θύματα να έχουν έναν άμεσο και ασφαλή τρόπο επικοινωνίας με την αστυνομία.

Τι είναι το Panic Button

Το Panic Button είναι μία εφαρμογή που χορηγείται από τα Αστυνομικά Τμήματα και τα Συμβουλευτικά Κέντρα του Δικτύου Δομών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.

Μέσα από το κινητό τηλέφωνο και με το πάτημα ενός κουμπιού, κάθε ενήλικη/ενήλικος που διατρέχει σοβαρό κίνδυνο μπορεί να ενημερώσει άμεσα και με ασφάλεια την ΕΛ.ΑΣ.

Η εφαρμογή λειτουργεί ως σιωπηλός συναγερμός, καθώς ο θύτης δεν αντιλαμβάνεται την ειδοποίηση της ΕΛ.ΑΣ από το θύμα.

Πώς λειτουργεί;

Το θύμα πατώντας παρατεταμένα την αντίστοιχη ένδειξη στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου, ενεργοποιεί την εφαρμογή και αυτόματα αποστέλλεται SMS στο Επιχειρησιακό Κέντρο της Άμεσης Δράσης, το οποίο περιλαμβάνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό του.

Την ίδια στιγμή, πέρα από το Panic Button, εντείνονται οι Κυβερνητικές προσπάθειες προκειμένου να μπορέσουν τα θύματα, να έχουν άμεσες και ουσιαστικές λύσεις.

Κυβερνητικές Πρωτοβουλίες

Νομοθετική Ενίσχυση: Η κυβέρνηση προχώρησε στην αυστηροποίηση των ποινών για τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, επιβάλλοντας πιο σκληρές ποινές στους δράστες. Παράλληλα, εισήγαγε νέα νομοθεσία που διευκολύνει τις διαδικασίες καταγγελίας και προστασίας των θυμάτων.

Ενίσχυση Δομών Υποστήριξης: Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για άμεση και συνεχή υποστήριξη των θυμάτων, η κυβέρνηση επενδύει στην ενίσχυση των καταφυγίων για κακοποιημένες γυναίκες και των γραμμών βοήθειας. Επιπλέον, δημιουργούνται περισσότερα κέντρα υποστήριξης και συμβουλευτικής για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

Εκπαίδευση και Ευαισθητοποίηση: Εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού για τα θέματα ενδοοικογενειακής βίας βρίσκονται στο επίκεντρο των κυβερνητικών προσπαθειών. Στόχος είναι να ενημερωθούν οι πολίτες για τα σημάδια της κακοποίησης και τις δυνατότητες υποστήριξης των θυμάτων.

Την ίδια στιγμή φυσικά έχει ανοίξει και η συζήτηση για τον όρο «γυναικοκτονία» με κυβέρνηση και αντιπολίτευση να ισορροπούν σε πολύ λεπτή γραμμή με την «καυτή πατάτα» στα χέρια.

Επιχειρήματα της Κυβέρνησης:

Η κυβέρνηση εκφράζει κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με την καθιέρωση του όρου «γυναικοκτονία», προβάλλοντας τα εξής επιχειρήματα:

Επαρκής Νομοθεσία: Υπάρχει η άποψη ότι η υπάρχουσα νομοθεσία είναι επαρκής για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά των γυναικών και ότι η εισαγωγή νέου όρου ενδέχεται να μην προσφέρει πρακτικά οφέλη.

Κίνδυνος Πολωτικής Ρητορικής: Κάποια κόμματα ανησυχούν ότι η χρήση του όρου «γυναικοκτονία» μπορεί να εντείνει την πολιτική πόλωση και να αποπροσανατολίσει από την ουσιαστική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.

Δικαστική Αποτελεσματικότητα: Υπάρχει ο φόβος ότι η θεσμοθέτηση του όρου μπορεί να δημιουργήσει νομικές περιπλοκές και να δυσχεράνει την απονομή δικαιοσύνης.

Επιχειρήματα της Αντιπολίτευσης

Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι η θεσμοθέτηση του όρου «γυναικοκτονία» θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση του φαινομένου. Συγκεκριμένα:

Αναγνώριση του Προβλήματος: Η χρήση του όρου «γυναικοκτονία» αναγνωρίζει την ιδιαίτερη φύση της βίας κατά των γυναικών, τονίζοντας τις πατριαρχικές δομές και τις διακρίσεις που την τροφοδοτούν.

Ενίσχυση της Δικαιοσύνης: Με την καθιέρωση του όρου, οι περιπτώσεις γυναικοκτονιών θα αντιμετωπίζονται με την απαραίτητη σοβαρότητα και οι δράστες θα τιμωρούνται ανάλογα.

Δημόσια Ευαισθητοποίηση: Η θεσμοθέτηση μπορεί να συμβάλει στη δημόσια ευαισθητοποίηση και να ενθαρρύνει τα θύματα να μιλήσουν και να ζητήσουν βοήθεια.

Η αύξηση των γυναικοκτονιών το 2024 καθιστά σαφές ότι απαιτούνται άμεσες και ουσιαστικές δράσεις για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες, αν και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση και βελτίωση. Η συζήτηση για τη θεσμοθέτηση του όρου «γυναικοκτονία» είναι σημαντική, καθώς αφορά τη βελτίωση της δικαιοσύνης και την αναγνώριση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βίας κατά των γυναικών, αλλά δεν προσφέρεται για μικροπολιτική και στείρα αντιπολίτευση.
Ο διάλογος μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης πρέπει να είναι εποικοδομητικός, με στόχο την προστασία και υποστήριξη των θυμάτων και την αποτροπή μελλοντικών εγκλημάτων.