Αυξημένο επίδομα αδείας θα λάβουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, καθώς από την 1η Απριλίου 2025, ο κατώτατος μισθός διαμορφώθηκε στα 880 ευρώ μεικτά, έναντι των 830 ευρώ μεικτά που ίσχυαν προηγουμένως.
Έτσι, βάσει των νέων δεδομένων, το επίδομα αδείας υπολογίζεται στα 589,41 ευρώ (από τα 556,05 ευρώ).
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το επίδομα άδειας πρέπει να προκαταβάλλεται κατά την έναρξη της θερινής άδειας. Ο εργοδότης οφείλει να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την υποβολή του αιτήματος του εργαζομένου.
Αν ο εργοδότης δεν παραχωρήσει την άδεια μέχρι το τέλος του έτους, ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα να λάβει διπλές αποδοχές άδειας, χωρίς όμως να διπλασιάζεται το επίδομα.
Το επίδομα αδείας καλοκαιριού 2025 ισούται με το σύνολο των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών συνήθων αποδοχών της άδειας.
Δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 ημερών για αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών για αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή και με άλλο τρόπο.
Ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει μισό μηνιαίο μισθό αν αμείβεται με μισθό και 15 ημερομίσθια αν αμείβεται με ημερομίσθιο.
Το επίδομα αδείας κατοχυρώθηκε περαιτέρω με το άρθρο 2 της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ του 2010, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Ο μισθωτός που θεμελιώνει δικαίωμα κανονικής άδειας αναψυχής, αυτούσιας ή σε χρήμα δικαιούται να λάβει και το επίδομα άδειας, το οποίο αποτελεί τακτικές αποδοχές του, υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο που υπολογίζονται και οι αποδοχές άδειας και υπόκειται στους ίδιους κανόνες με αυτές.
Το επίδομα άδειας ισούται με το σύνολο των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών συνήθων αποδοχών της άδειας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή και με άλλο τρόπο.
Το αντίστοιχο επίδομα άδειας προκαταβάλλεται κατά τη λήψη της άδειας αναψυχής ή τμήματος αυτής μαζί με τις αποδοχές αδείας.
Γενικές ή ειδικές διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών αποφάσεων, κανονισμών εργασίας και λοιπών κανονιστικών πράξεων, που καθορίζουν ευνοϊκότερους τρόπους υπολογισμού, καταβολής και γενικά παροχής του επιδόματος άδειας υπερισχύουν και διατηρούνται σε ισχύ.
Το άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ 1997 για τη χορήγηση του επιδόματος άδειας σε περίπτωση πρόωρης λύσης της σχέσης εργασίας εξακολουθεί να ισχύει , διαγραφομένων των λέξεων “πριν ο μισθωτός συμπληρώσει παρά τω αυτώ εργοδότη δωδεκάμηνον συνεχή απασχόλησιν”, λόγω της μεταγενέστερης τροποποίησης των προϋποθέσεων για τη λήψη άδειας».