Ένα εκατομμύριο Έλληνες με χρόνια νεφρική νόσο

Για την ανάγκη ενίσχυσης των πολιτικών πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης, μίλησε η η Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος AstraZeneca Ελλάδας και Κύπρου Έλενα Χουλιάρα, στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Αναφερόμενη στο παράδειγμα της χρόνιας νεφρικής νόσου, η κυρία Χουλιάρα χαρακτήρισε ως ιδιαίτερα θετική τη δήλωση του υπουργού Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη, ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο ένταξης της εξέτασης κρεατινίνης, για την έγκαιρη διάγνωση της νεφρικής νόσου, στο πλαίσιο του προγράμματος προληπτικών καρδιολογικών εξετάσεων. Υπολογίζεται πως 1 εκατ. Έλληνες πάσχουν από χρόνια νεφρική νόσο, με το 80% να είναι αδιάγνωστοι. Με την ένταξη μίας απλής εξέτασης μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ένα εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα, σημείωσε η κυρία Χουλιάρα.

Στο επίκεντρο της ομιλίας της βρέθηκε η καινοτομία και η στήριξή της για τη δημιουργία ενός ανθεκτικότερου και βιώσιμου συστήματος Υγείας. Παρουσιάζοντας τη δεύτερη μελέτη της διεθνούς συνεργασίας PHSSR (Partnership for Health System Sustainability and Resilience) για την Ελλάδα, η κυρία Χουλιάρα τόνισε ότι «μία αγορά όπως η ελληνική, στην οποία οι πόροι είναι πεπερασμένοι, πρέπει να μελετούμε πώς στοχευμένες τομές μπορούν να καταλήξουν σε εξοικονομήσεις και πώς αυτές μπορούν να επαναεπενδυθούν στην Υγεία και να αξιοποιηθούν με το βέλτιστο τρόπο». Στο πλαίσιο αυτό, ανέδειξε τρεις βασικές προτεραιότητες:

«Πρώτον, η καινοτομία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια δυναμική επένδυση στην υγεία των ασθενών, στη δημόσια υγεία, την κοινωνική ευημερία και στην οικονομική ανάπτυξη. Η φαρμακευτική καινοτομία αντιπροσωπεύει μια οικονομικά αποδοτική επένδυση με μεγάλα και μετρήσιμα οφέλη. Όχι μόνο σώζει ζωές, αλλά και μετατρέπει προηγουμένως απειλητικές για τη ζωή παθήσεις σε αποτρέψιμες, ή θεραπεύσιμες. Τα οφέλη από την καλύτερη υγεία ενός ασθενούς αλλά και η μακροχρόνια εξοικονόμηση που μπορεί να προσφέρει μία νέα θεραπεία από την πιθανή μείωση των εισαγωγών στα νοσοκομεία και την αποσυμφόρηση του συστήματος υγείας οφείλουν να λαμβάνονται υπ’ όψη στην πράξη, σε όλη τη διαδικασία αξιολόγησης και αποζημίωσης των φαρμάκων.

Επίσης, η υποχρεωτική εφαρμογή διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων σε όλες τις παθήσεις, σε συνδυασμό με τα μητρώα ασθενών και όσα προβλέπονται στο πλαίσιο της ψηφιακής μετάβασης της Υγείας, είναι βέβαιο πως θα έχουν σημαντικότατο αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του συστήματος Υγείας.

Επιπλέον, οφείλουμε να επιμείνουμε στα προγράμματα πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης, στα οποία έχει συντελεστεί, τα τελευταία χρόνια, σημαντική πρόοδος στην Ελλάδα. Αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια εμπροσθοβαρή επένδυση, με τη δυναμική όμως να αποδώσει σημαντική εξοικονόμηση πόρων στο μέλλον — τόσο άμεσα όσο και έμμεσα».

Κύλιση στην κορυφή