Εάν πιστεύετε ότι το μακρινό 2050 δεν θα έχουμε πλέον ανάγκη το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο κάνετε λάθος… Μπορεί οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, ωστόσο ακόμη και μετά από 25 χρόνια τα «παραδοσιακά» ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να αποτελούν περισσότερο από το 50%.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα και πρώτος από όλους το ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου υποφέρουμε από την υπογεννητικότητα, ο πληθυσμός του πλανήτη το 2050 θα έχει αυξηθεί κατά 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Αυτά και πολλά ακόμη περιλαμβάνονται στο Global Outlook 2024 της ExxonMobil, μια έκθεση που περιλαμβάνει τις προβλέψεις του γιγαντιαίου αμερικανικού ομίλου σχετικά με τη μελλοντική ζήτηση ενέργειας, τους ενεργειακούς πόρους, τη μείωση των εκπομπών έως το 2050 κ.ά. Σε αυτήν διατυπώνει άκρως ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως αιρετικές.
Ωστόσο, έχουν αυτονόητη βαρύτητα, καθώς προέρχονται από μια εταιρεία με ετήσιο τζίρο 345 δισ. δολάρια (το 2023), κέρδη 36 δισ., κεφαλαιοποίηση 536 δισ. και με πλήθος δραστηριοτήτων που απλώνονται σε όλες τις ηπείρους, όπως οι εκατοντάδες ενεργές εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ποντάροντας, μεταξύ άλλων, και στα δικά μας πιθανολογούμενα κοιτάσματα στα Νότια και Νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Αν και ξεκαθαρίζεται ότι «δεν έχουμε κρυστάλλινη σφαίρα» τονίζεται ότι «διαθέτουμε μεγάλη εμπειρία και βαθιά κατανόηση του πολύπλοκου παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος»…
Πώς «βλέπει», λοιπόν, ο δεύτερος μεγαλύτερος (μετά τη Saudi Aramco) ενεργειακός όμιλος του πλανήτη να διαγράφεται το μέλλον του κόσμου, στον δικό του κρίσιμο τομέα και όχι μόνο;
Θα γίνουμε 10 δισ.
Η έκθεση εκτιμά ότι ο αριθμός των ανθρώπων σε αυτή τη μικρή κουκίδα του σύμπαντος αναμένεται να αυξηθεί από 8 δισεκατομμύρια σήμερα σε σχεδόν 10 δισεκατομμύρια το 2050. Με δύο δισεκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους στον πλανήτη, προβλέπει ότι ο κόσμος θα χρειαστεί νέους τρόπους για να παράγει πιο αξιόπιστη και οικονομικά προσιτή ενέργεια, προώθηση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, και περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
«Ο κόσμος θα είναι διαφορετικός το 2050, αλλά η ανάγκη παροχής αξιόπιστης και οικονομικά προσιτής ενέργειας που οδηγεί στην οικονομική ευημερία και σε καλύτερο βιοτικό επίπεδο, μειώνοντας παράλληλα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα παραμείνει εξίσου κρίσιμη όπως είναι σήμερα. Η επίτευξη αυτής της ισορροπίας θα απαιτήσει αιολική ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, καθώς και σχεδόν κάθε άλλη διαθέσιμη μορφή ενέργειας», σχολιάζει η έκθεση.
«Κάτω από τη βάση»
Από τα στοιχεία αναδεικνύεται ξεκάθαρα ότι η πρόσβαση στην ενέργεια και σε ό,τι αυτή σηματοδοτεί δεν είναι καθόλου αυτονόητη όπως στις περισσότερες χώρες της Δύσης.
Αντίθετα, με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης που δημιούργησαν τα Ηνωμένα Εθνη από το 2022, το συμπέρασμα είναι άκρως απογοητευτικό. Και τούτο καθώς, όπως διαπιστώνει η ExxonMobil, περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή ο μισός πληθυσμός του πλανήτη, ζουν σήμερα κάτω από το «σύγχρονο ενεργειακό ελάχιστο». Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ κάτω από το σύγχρονο βιοτικό επίπεδο, το οποίο απαιτεί αξιόπιστη παροχή ενέργειας για στέγαση, υποδομές, θέσεις εργασίας και κινητικότητα.
«Σύμφωνα με την ανάλυσή μας, για να ξεπεράσει μια χώρα αυτό το όριο, η μέση κατά κεφαλήν χρήση ενέργειας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 50 εκατομμύρια βρετανικές θερμικές μονάδες (MMBtu) ετησίως. Οι ανεπτυγμένες χώρες σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο από τρεις φορές αυτό το μέγεθος. Η κάλυψη των βασικών ενεργειακών αναγκών είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί ο στόχος του ΟΗΕ για εξάλειψη της φτώχειας σε όλες τις μορφές της παντού», αναφέρει η έκθεση της ExxonMobil.
Ο αγώνας για να κατακτηθεί από όλα τα κράτη το σύγχρονο ενεργειακό ελάχιστο θα οδηγήσει σε προβλεπόμενη αύξηση κατά 15% της συνολικής χρήσης ενέργειας παγκοσμίως από τώρα έως το 2050, όπως τονίζεται, με τις ΑΠΕ, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.
Η έκθεση σημειώνει ότι μια τέτοια αύξηση θα επιτρέψει την οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αντίθετα, η χρήση ενέργειας στις ανεπτυγμένες χώρες αναμένεται να μειωθεί κατά περισσότερο από 10% καθώς βελτιώνεται η απόδοση με τις δράσεις χαμηλότερης κατανάλωσης. «Ο κόσμος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο στάδιο: πρέπει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να συνεχίσει να παρέχει την ενέργεια που χρειάζονται οι άνθρωποι», επισημαίνει η έκθεση.
Αμετάβλητη η ζήτηση πετρελαίου
Παρά τις στρατηγικές για τη μείωση των ορυκτών καυσίμων και τη στροφή στην «πράσινη ενέργεια» η ExxonMobil προβλέπει ότι το 2050 το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να αποτελούν περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος, προσδιορίζοντας τη ζήτηση στα 100 εκατομμύρια βαρέλια ανά ημέρα, δηλαδή όσο περίπου είναι και σήμερα.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την ανάλυσή της, αν κάθε νέο αυτοκίνητο που θα πωλείται στον κόσμο το 2035 ήταν ηλεκτρικό, η ζήτηση πετρελαίου το 2050 θα εξακολουθούσε να είναι 85 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, όσο ήταν δηλαδή και το 2010.
Η εκτίμηση του αμερικανικού κολοσσού, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που αναμένει η ζήτηση να συρρικνωθεί σε περίπου 55 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου το 2050. Είναι ακόμη αρκετά αποκλίνουσα και από την αντίστοιχη εκτίμηση ενός άλλου, ανταγωνιστικού κολοσσού, της BP, που «βλέπει» ότι το 2050 η ζήτηση πετρελαίου θα ανέρχεται γύρω στα 75 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Το ποιος θα δικαιωθεί βέβαια θα το δούμε τότε…
Η ExxonMobil σημειώνει, περαιτέρω, ότι η ζήτηση πετρελαίου για την παραγωγή βενζίνης που χρησιμοποιείται από τα επιβατικά αυτοκίνητα θα μειωθεί μέχρι το 2050, διευκρινίζοντας, παράλληλα, ότι η παραγωγή βενζίνης είναι μόνο ένα σχετικά μικρό κομμάτι της βιομηχανίας πετρελαίου.
Η μεγάλη πλειονότητα του παγκόσμιου πετρελαίου χρησιμοποιείται τώρα και στο μέλλον για βιομηχανικές διεργασίες, όπως οι κατασκευές και η χημική παραγωγή, αλλά και οι βαριές μεταφορές όπως η ναυτιλία, τα φορτηγά και η αεροπορία. «Αυτές οι υπηρεσίες είναι απαραίτητες για τη σύγχρονη ζωή και τροφοδοτούν επίσης τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο», όπως αναφέρει.
Πιο αναλυτικά, προβλέπεται ότι η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας σχεδόν θα διπλασιαστεί μέχρι το 2050, καθώς αυξάνεται η ηλεκτροδότηση στα κτίρια, τη βιομηχανική παραγωγή και τις μεταφορές.
Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος του κόσμου θα συνεχίζει να μετατοπίζεται προς πηγές χαμηλότερων εκπομπών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με κυρίαρχες την αιολική και ηλιακή ενέργεια, το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια.
Κατά την ίδια έκθεση, η ζήτηση ενέργειας για τον τομέα των μεταφορών και κυρίως των εμπορευματικών θα αυξηθεί περισσότερο από 20% έως το 2050, ενώ τα επιβατικά αυτοκίνητα θα αντιπροσωπεύουν περί το 30% της ζήτησης.
Παράλληλα, στον βιομηχανικό τομέα η ζήτηση ενέργειας θα αυξηθεί κατά 20%, λόγω της βαριάς βιομηχανίας (χάλυβας, τσιμέντο, μέταλλα και μεταποίηση) και των χημικών ουσιών (πλαστικά, λιπάσματα και άλλα χημικά προϊόντα).
«Καμπανάκι» για έκρηξη τιμών
Η ExxonMobil προβλέπει και ισχυρές «αναταράξεις» μέχρι να φτάσουμε στο ορόσημο του 2050. Συγκεκριμένα, προειδοποιεί ότι ελλείψει νέων επενδύσεων στην πετρελαϊκή βιομηχανία, η παραγωγή αργού ενδέχεται να πέσει στα 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ως το 2030, ή 70 εκατομμύρια βαρέλια λιγότερα από τις παγκόσμιες ανάγκες, κατά τους υπολογισμούς της.
Ετσι χτυπάει ηχηρό «καμπανάκι» όσον αφορά την ανάγκη για συνεχείς επενδύσεις στον τομέα του πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Οι παγκόσμιες προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου θα εξαφανιστούν ουσιαστικά χωρίς συνεχείς επενδύσεις. Καθώς η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο παραμένει ισχυρή, η διατήρηση των επενδύσεων είναι πιο σημαντική από ποτέ».
Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι η παραγωγή πετρελαίου μειώνεται φυσικά με ρυθμό περίπου 15% ετησίως, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τις προηγούμενες εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας για περίπου 8%. Αυτός ο αυξημένος ρυθμός μείωσης είναι το αποτέλεσμα της μετατόπισης του ενεργειακού μείγματος προς «μη συμβατικές» πηγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Πρόκειται κυρίως για σχιστολιθικούς και πυκνούς βραχώδεις σχηματισμούς όπου η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου συνήθως μειώνεται ταχύτερα», αναφέρει η έκθεση.
«Χωρίς νέες επενδύσεις, οι παγκόσμιες προμήθειες πετρελαίου θα μειωθούν κατά περισσότερο από 15 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μόνο κατά το πρώτο έτος», τονίζεται. Με αυτόν τον ρυθμό, μέχρι το 2030 θα μειωθούν από 100 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως σε λιγότερο από 30 εκατομμύρια, δηλαδή 70 εκατομμύρια βαρέλια λιγότερα από αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη της ζήτησης κάθε μέρα.
Σε ένα τέτοιο σενάριο προβλέπεται ότι «ο κόσμος θα βιώσει σοβαρές ελλείψεις ενέργειας και διαταραχές στην καθημερινή ζωή μέσα σε έναν χρόνο από την παύση των επενδύσεων». Δεδομένων των αντιδράσεων των τιμών σε προηγούμενες διαταραχές της προσφοράς πετρελαίου, μια μόνιμη απώλεια του 15% της προσφοράς ετησίως θα μπορούσε να αυξήσει τις τιμές του μαύρου χρυσού κατά περισσότερο από 400%. Συγκριτικά, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 200% κατά τη διάρκεια της μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του 1970.
Μέσα σε 10 χρόνια, τα ποσοστά ανεργίας πιθανότατα θα φτάσουν το 30%. «Αυτό είναι υψηλότερο από ό,τι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας του 1930», σημειώνει η έκθεση.
Το συμπέρασμα είναι ότι απαιτούνται συνεχείς επενδύσεις για την κάλυψη της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, ακόμη και όταν εταιρείες όπως η ExxonMobil επενδύουν δισεκατομμύρια για να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.