Ανάλυση Guardian: Η συμμαχία Τραμπ-Πούτιν και η συμφωνία αρπακτικού με θήραμα την Ευρώπη

Στην αυξανόμενη σύγκλιση μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον και τους κινδύνους που κρύβει αυτή για την Ευρώπη αναφέρεται ανάλυση που δημοσιεύτηκε σήμερα στον Guardian.

Ειδικότερα, στο άρθρο του, ο Rafael Behr περιγράφει αρχικά πώς τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Ρωσίας επαινούν συστηματικά, το τελευταίο διάστημα, τις ενέργειες του νέου Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ κατά της Ουκρανίας, όπως η αναστολή της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο και η διακοπή της παροχής Πληροφοριών που «τυφλώνει» τα οπλικά συστήματα της χώρας.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει μια εκπομπή που προβλήθηκε πρόσφατα στο Κανάλι Ένα της ρωσικής τηλεόρασης, με παρουσιάστρια την Όλγα Σκαμπέγιεβα, «μία από τις πιο αξιόπιστες προπαγανδίστριες του Βλαντιμίρ Πούτιν».

«Φυσικά και τα στηρίζουμε όλα αυτά που γίνονται. Είμαστε ενθουσιασμένοι με όσα κάνει ο Τραμπ» ακούστηκε να λέει στην εκπομπή της η Σκαμπέγιεβα, «φερέφωνο» του Κρεμλίνου, προτού διερωτηθεί τι μπορεί να ζητήσουν οι ΗΠΑ ως αντάλλαγμα.

«Είναι ένα καλό ερώτημα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει απάντηση. Είναι λάθος να ψάχνει κανείς συνοχή στις αλλοπρόσαλλες κινήσεις ενός υπερμεγέθους νηπίου-τυράννου. Φανταστικά μοτίβα μπορεί να ξεπροβάλλουν μέσα από το χάος, όπως όταν κοιτάζουμε τα σύννεφα και διακρίνουμε πρόσωπα. Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προβλέψιμα γούστα και αντιπάθειες. Αγαπά το χρήμα και το κύρος. Μισεί τα εμπόδια που συναντά στην απόκτησή τους.

Έχει θετική στάση απέναντι στη Ρωσία, αφού βλέπει σε αυτή προοπτικές για τη σύναψη καλών συμφωνιών. Είναι εχθρικός προς την ιδέα της διατήρησης της ουκρανικής ανεξαρτησίας, την οποία θεωρεί κακή χρήση των αμερικανικών πόρων, αποσπασμένων από τον Τζο Μπάιντεν (τον οποίο περιφρονεί απόλυτα) από τον πονηρό Βολοντίμιρ Ζελένσκι (που αντιπαθεί βαθιά).

Αυτές οι μικροπρεπείς προκαταλήψεις είναι αρκετά ισχυρές ώστε να επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προς μια κατεύθυνση φιλική προς το Κρεμλίνο, χωρίς να απαιτείται καν συγκεκριμένη στρατηγική. Ο Πούτιν έχει πολύ υλικό για να αξιοποιήσει», αναφέρει ο αναλυτής του Guardian.

Ο ίδιος υπενθυμίζει εξάλλου πως, όταν οι ρωσικές και αμερικανικές αντιπροσωπείες συναντήθηκαν στη Σαουδική Αραβία τον περασμένο μήνα για να συζητήσουν λύση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, το πιο αποκαλυπτικό στοιχείο της συνομιλίας ήταν ο αποκλεισμός οποιουδήποτε Ουκρανού από τις διαπραγματεύσεις!

«Μια λεπτομέρεια που συζητήθηκε λιγότερο, αλλά παραμένει σημαντική, είναι η παρουσία στην αντιπροσωπεία του Πούτιν του Κιρίλ Ντμιτρίεφ, «αποφοίτου» του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, της McKinsey και της Goldman Sachs, ο οποίος είναι πλέον επικεφαλής του ρωσικού κρατικού επενδυτικού ταμείου.

Το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν χάσει κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων αποχωρώντας από τη Ρωσία. Οι κυρώσεις κατά της Μόσχας παρουσιάζονται ως ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο η Ουκρανία και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της εξαπατούν την Αμερική.

Λίγο μετά τη συνάντηση στη Σαουδική Αραβία, ο Ντμιτρίεφ διορίστηκε επίσημα “ειδικός εκπρόσωπος του Πούτιν για επενδύσεις και οικονομικές συνεργασίες με ξένες χώρες”, με την εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί και με τις ΗΠΑ».

Το προτεινόμενο μοντέλο, αν και δεν έχει ονομαστεί επίσημα, είναι ξεκάθαρο: διαμοιρασμός. «Η Ουάσινγκτον αποκτά πρόσβαση στους ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας. Η Μόσχα παίρνει ένα μεγάλο κομμάτι των εδαφών της χώρας.

Ρωσία και ΗΠΑ αποκαθιστούν τις διπλωματικές τους σχέσεις και ανανεώνουν τις εμπορικές τους συναλλαγές, χωρίς τις παλιές ανησυχίες περί κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων – μια συμφωνία ολιγαρχών», γράφει ο Behr.

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να απορρίψει κανείς μια τέτοια συμφωνία. Θα αποτελούσε κυνική προδοσία της Ουκρανίας και αποκήρυξη της διατλαντικής συμμαχίας.

Θα αντάμειβε την επιθετικότητα ενός δικτάτορα, ενθαρρύνοντας τον να παραβιάσει την κυριαρχία γειτονικών χωρών, τη δυτική πορεία των οποίων δεν έπαψε ποτέ να απεχθάνεται η Ρωσία. Θα έδινε, επίσης, δικαιολογία σε αυταρχικά καθεστώτα παγκοσμίως να προβούν σε αναπροσδιορισμό συνόρων κατά το δοκούν.

«Καμία από αυτές τις ενστάσεις όμως δεν επηρεάζει τον Τραμπ. Κάποτε, ίσως έβρισκαν υποστήριξη στο κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όμως, η προσωπολατρία του κινήματος MAGA φαίνεται να έχει απενεργοποιήσει την προνοητικότητα του GOP. Έχει σβήσει τη μνήμη του και έχει διαβρώσει τη συνείδησή του».«Αντί να διορθώσουν τη φιλοχρήματη μυωπία του Τραμπ, οι πρώην ψυχροπολεμικοί Αμερικανοί στρατηγιστές προσθέτουν τα δικά τους παραμορφωτικά φίλτρα, δικαιολογώντας τη φιλορωσική στροφή του Λευκού Οίκου.

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, άλλο ένα σημείο σύγκλισης αφορά τον συντηρητισμό, αφού «η ευαγγελική χριστιανική πτέρυγα της αμερικανικής δεξιάς βρίσκει έμπνευση στα αντιδραστικά δόγματα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία έχουν ενσωματωθεί σε νόμους αυταρχικής καταστολής».

«Ο Πούτιν έχει απαγορεύσει την “LGBT εξτρεμιστική προπαγάνδα” και, στα τέλη του περασμένου έτους, την “προπαγάνδα ατεκνίας” – δηλαδή οτιδήποτε αποθαρρύνει τις γυναίκες από το να εκπληρώσουν το “πατριωτικό τους καθήκον” να γεννήσουν νέους πολίτες. Αυτή η ιδεολογική συγγένεια εκτιμάται ιδιαίτερα και από Ρώσους εθνικιστές σχολιαστές. Υποδέχονται το καθεστώς Τραμπ ως ισχυρό σύμμαχο στην παγκόσμια αντίσταση ενάντια στη “θηλυπρεπή ηθική παρακμή”, που – σύμφωνα με αυτούς – εκπορεύεται από την Ευρώπη, την οποία αποκαλούν “Gayrope”».

«Η εχθρότητα προς την Ευρώπη και ιδιαίτερα προς την ΕΕ είναι το σημείο σύγκλισης των διαφόρων πτυχών ενός πιθανού άξονα MAGA-Πούτιν. Οι πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ μοιράζονται βαθιά περιφρόνηση προς τη “ήπια δύναμη” που ασκεί η ΕΕ, μέσω της ενοποίησης πολλών εθνικών αγορών σε ένα ενιαίο εμπορικό μπλοκ. Για τον Τραμπ, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα μοχθηρό καρτέλ, το οποίο στερεί από τις αμερικανικές φάρμες και επιχειρήσεις το αναφαίρετο δικαίωμά τους να πωλούν σε εκατομμύρια Ευρωπαίους καταναλωτές.

Για τον Πούτιν, η ΕΕ είναι ένας εχθρικός μηχανισμός, μέρος της επέκτασης της Δύσης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, που απέκλεισε τη Ρωσία από τη φυσική της σφαίρα επιρροής… Αμφότεροι θεωρούν αδιανόητη την ιδέα της συγχώνευσης της κυριαρχίας μεταξύ δημοκρατικών κρατών για αμοιβαίο οικονομικό όφελος.

Θεωρούν γελοίο και απεχθές να διαπραγματεύονται ως ίσοι με την ΕΕ, έναν χάρτινο οργανισμό χωρίς δικές του μεραρχίες τεθωρακισμένων. Η απάντησή τους στη “ήπια δύναμη” είναι η ωμή ισχύς, η συνωμοσία για τη διάλυση της και η μοιρασιά των λαφύρων», υποστηρίζει ο αναλυτής του Guardian.

«Αντί να διορθώσουν τη φιλοχρήματη μυωπία του Τραμπ, οι πρώην ψυχροπολεμικοί Αμερικανοί στρατηγιστές προσθέτουν τα δικά τους παραμορφωτικά φίλτρα, δικαιολογώντας τη φιλορωσική στροφή του Λευκού Οίκου.

Μία κοινή εκλογίκευση που επιστρατεύουν είναι ότι πρόκειται για γεωπολιτική τακτική με τελικό στόχο την απομόνωση και τον περιορισμό της Κίνας. Ωστόσο, οι υπέρμαχοι αυτής της στρατηγικής δεν φαίνεται να έχουν υπολογίσει ότι, αυτός που ωφελείται περισσότερο από την υπονόμευση του διεθνούς νομικού συστήματος που δημιούργησε η Ουάσινγκτον, είναι πιθανότατα το Πεκίνο. Η Κίνα θα καλύψει ευχαρίστως το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ υποχωρώντας σε έναν ναρκισσιστικό οικονομικό προστατευτισμό».

«Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος των διαπραγματεύσεων για τη λήξη του πολέμου που ξεκίνησε ο Πούτιν και που ο Τραμπ θέλει να τελειώσει, χωρίς να λογαριάζει τη δικαιοσύνη. Δοκιμάζουν μια κοινή ατζέντα μέσω του διαμελισμού της Ουκρανίας, διερευνώντας το εύρος μιας συνεργασίας με βαθύτερες ρίζες από ό,τι οι πρώην σύμμαχοι της Αμερικής θέλουν να παραδεχτούν.

Ίσως τελικά αυτή να μην ευοδωθεί. Ο Τραμπ χάνει εύκολα το ενδιαφέρον του, αλλά εξαγοράζεται εξίσου εύκολα – και η Ρωσία έχει ήδη βάλει στο τραπέζι μια επιχειρηματική συμφωνία αρπακτικού, με θήραμα την Ευρώπη.

Κύλιση στην κορυφή