Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα και η στάση του απέναντι στην υπόθεση Novartis αποτελούν το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός αμετανόητου λαϊκιστή που, αντί να αναλάβει την ευθύνη του για μια πολιτικά κατασκευασμένη υπόθεση, επιλέγει να επιτίθεται στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, η προσέγγισή του φαίνεται να θυμίζει άλλες εποχές και ιδεολογίες, όπου η θεσμική ανεξαρτησία και ο σεβασμός στη δικαιοσύνη δεν ήταν παρά άγνωστες λέξεις. Ο τέως πρωθυπουργός, με ένα απαράμιλλο θράσος, συνεχίζει να υιοθετεί μια ρητορική που υπονομεύει το έργο των δικαστών και τον θεσμό της Δικαιοσύνης, αντί να ζητήσει μια απλή συγγνώμη για το φιάσκο της Novartis.
Το πολιτικό και θεσμικό υπόβαθρο που διαμόρφωσε την υπόθεση Novartis είχε ξεκάθαρο στόχο να πλήξει πολιτικούς αντιπάλους της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αφού πρώτα η κοινή γνώμη προσεγγίστηκε με όρους συνωμοσίας και σκανδάλων, η έρευνα για την υπόθεση κατέληξε να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, παρά δικαστικές αλήθειες. Όμως, παρά την καταφανή αποτυχία και την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων που θα δικαιολογούσαν τέτοιου είδους κατηγορίες, ο Αλέξης Τσίπρας και η παράταξή του συνεχίζουν να επενδύουν στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Και τώρα, όταν η δικαιοσύνη έχει κρίνει και έχει φανερώσει την έλλειψη βάσιμων κατηγοριών, αντί να προβεί σε αυτοκριτική, επιλέγει τον δρόμο της επίθεσης.
Το θράσος του Τσίπρα δεν περιορίζεται απλώς στην απόρριψη της αλήθειας, αλλά εκτείνεται σε έναν συνεχή και συστηματικό πόλεμο εναντίον των θεσμών. Η πρόσφατη στάση του προς την ελληνική δικαιοσύνη, που ο ίδιος υπονομεύει δημοσίως, φέρει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά του πολιτικού λαϊκισμού που υπήρχε στις αρχές του σοβιετικού καθεστώτος. Αντί να αποδεχτεί την αλήθεια, αντιστρέφει την κατάσταση παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως δήθεν θύμα ενός θεσμικού «κυκλώματος» που, όπως ισχυρίζεται, προσπαθεί να τον φιμώσει. Αυτή η επιμονή του να χρησιμοποιεί την έννοια της «συνωμοσίας» είναι χαρακτηριστική όσων επιχειρούν να στρέψουν αλλού την προσοχή του κόσμου όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε δύσκολη θέση.
Αλλά γιατί ο Αλέξης Τσίπρας αρνείται να ζητήσει συγγνώμη για τη Novartis; Ίσως επειδή μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε την αναγνώριση ότι η διακυβέρνησή του έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο σε μια πολιτική σκευωρία, σχεδιασμένη για να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες που ουδεμία σχέση είχαν με τη διαφάνεια ή τη δικαιοσύνη. Ο πρώην πρωθυπουργός, όμως, δεν έχει το θάρρος να αντικρίσει την αλήθεια. Αντιθέτως, επιλέγει να υπονομεύει το ίδιο το σύστημα δικαιοσύνης, προσπαθώντας να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και να διατηρήσει την εικόνα ενός «αδικημένου ηγέτη» που βάλλεται από κακόβουλες δυνάμεις.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο Τσίπρας χρησιμοποιεί τις ίδιες παλιές, φθαρμένες τακτικές, γνωστές στους πολίτες από άλλες σκοτεινές σελίδες της ιστορίας. Η επιμονή του να επιτίθεται στη δικαιοσύνη και να υποστηρίζει ότι οι δικαστές είναι «ανεπαρκείς» ή «ελεγχόμενοι», θυμίζει πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης, με τον Τσίπρα να προσπαθεί να παρουσιαστεί ως ο μοναδικός φορέας της «αλήθειας», σε μια προσπάθεια να πείσει τους πολίτες ότι εκείνος είναι ο μόνος που κατέχει το «ηθικό πλεονέκτημα».
Η στάση αυτή του τέως πρωθυπουργού είναι διπλά επικίνδυνη. Από τη μία πλευρά, υπονομεύει τη θεσμική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, σπέρνοντας αμφιβολίες και υπονοούμενα για τον ρόλο των δικαστών. Από την άλλη πλευρά, προβάλλει στους πολίτες ένα πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς που δεν έχει καμία σχέση με τον σεβασμό των θεσμών και της έννομης τάξης. Αντίθετα, ενισχύει μια κουλτούρα αμφισβήτησης και ανυπακοής απέναντι στους θεσμούς της δημοκρατίας, κάτι που μακροπρόθεσμα μπορεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται το βάρος της ευθύνης που φέρουν απέναντι στη δημοκρατία και τους θεσμούς της χώρας. Αντί να λειτουργήσουν ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη και να αποδεχτούν την ετυμηγορία της δικαιοσύνης, επιλέγουν να διατηρούν τον λόγο τους γεμάτο υπονοούμενα και επιθέσεις. Αυτή η στάση όχι μόνο δεν υπηρετεί τη δημοκρατία, αλλά την υπονομεύει, παρουσιάζοντας τους θεσμούς ως «εχθρούς» που πρέπει να πολεμηθούν, αντί για στηρίγματα του κράτους δικαίου.
Η Ελλάδα, όμως, δεν χρειάζεται ηγέτες που διαστρεβλώνουν την αλήθεια για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους αποτυχίες. Ο ελληνικός λαός έχει δείξει πολλές φορές ότι επιζητά τη διαφάνεια και την ειλικρίνεια, και γι’ αυτό οι πολιτικές πρακτικές του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταδικασμένες να αποτύχουν μακροπρόθεσμα. Αντί για υπεκφυγές και επιθέσεις, η απολογία και η παραδοχή της αλήθειας θα ήταν η μόνη αξιοπρεπής επιλογή για κάποιον που φιλοδοξεί να έχει λόγο στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
Εν κατακλείδι, το πολιτικό κεφάλαιο του Αλέξη Τσίπρα καταρρέει υπό το βάρος των δικών του επιλογών και δηλώσεων. Αντί να δείξει μια ελάχιστη μεταμέλεια, επιλέγει τη ρητορική της σύγκρουσης και της αμφισβήτησης των θεσμών, φέρνοντας την ελληνική πολιτική σκηνή πιο κοντά σε μοντέλα που η χώρα έχει απορρίψει προ πολλού. Οι πολίτες, όμως, αξίζουν περισσότερα από έναν ηγέτη που αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του και συνεχίζει να επενδύει στη διχόνοια και την παραπλάνηση.