Την δική του τοποθέτηση απέναντι στην πολιτική κατάσταση της χώρας έκανε ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στο συνέδριο της εφημερίδας «το Βήμα» , με τίτλο «Μεταπολίτευση 1974-2024: 50 Χρόνια Ελληνική Εξωτερική Πολιτική». Ο κ. Τσίπρας ανέφερε πως δεν έχει αποσυρθεί σε κάποιο μοναστήρι, αλλά από την πρώτη γραμμή της πολιτικής, κάτι που του δίνει την δυνατότητα να παρεμβαίνει εκεί που θεωρεί ότι είναι σημαντικό και όχι σε όλα τα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας.
Παράλληλα, σχολίασε την όλη συζήτηση για το όνομα του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας τους χειρισμούς της κυβέρνησης ως «ευτελισμό» του θεσμού, ιδιαίτερα από την αλλαγή του νόμου και τη δυνατότητα να εκλεγεί ακόμη και με 120 ψήφους. Σχολίασε την κατάσταση της αντιπολίτευσης εκφράζοντας την απογοήτευσή του από την στάση του κ. Ανδρουλάκη, ενώ ανέφερε πως από πριν την μεταπολίτευση «είχαμε κυβερνήσεις που έπεφταν, όχι αντιπολιτεύσεις». Ο Αλέξης Τσίπρας τάχθηκε υπέρ της προσφυγής στην Χάγη με κόκκινες γραμμές και κατάλληλη προεργασία, που όμως άφησε να εννοηθεί ότι δεν τηρούνται σήμερα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μίλησε ακόμη για την ανάγκη να υπάρξει ισχυρή αντιπολίτευση και συγκλίσεις στον προοδευτικό χώρο.
Δεν αποφάσισα να αποσυρθώ από την πολιτική
Για την δική του παρουσία στα πολιτικά πράγματα είπε: «Αποφάσισα να αποσυρθώ, να παραμερίσω από την πρώτη γραμμή, δεν αποφάσισα ούτε να αποσυρθώ από την πολιτική. Είμαι εδώ, λέω τις απόψεις μου, λέω τις θέσεις μου, παρεμβαίνω στα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Δεν είμαι στην πρώτη γραμμή, άρα έχω μια πολυτέλεια να παρεμβαίνω όποτε κρίνω απαραίτητο να παρεμβαίνω και να καταθέτω τις απόψεις και τις σκέψεις μου για τα σημαντικά θέματα που αφορούν τη χώρα, την κοινωνία, τα εθνικά θέματα, τα κρίσιμα εθνικά θέματα. Και βεβαίως έχοντας και μία ιδιαίτερη οπτική για την πορεία του προοδευτικού χώρου και άρα για την ανάγκη να διατυπωθεί μια εναλλακτική προοδευτική πρόταση στην κυρίαρχη σήμερα συντηρητική ατζέντα».
Μίλησε για την Συμφωνία των Πρεσπών λέγοντας ότι ήταν σημαντική στιγμή στη εξωτερική πολιτική της χώρας «διότι έληξε μία 27ετή διαμάχη».
Για τα ελληνοτουρκικά
Για τα ελληνοτουρκικά τάχθηκε υπέρ της προσφυγής στην Χάγη με κόκκινες γραμμές. Ωστόσο πρόσθεσε: «Λέω ότι στο τελευταίο διάστημα έχουνε ανασταλεί οι διερευνητικές. Δεν διαπραγματεύεται η χώρα με τους εμπειρογνώμονες του υπουργείου Εξωτερικών αλλά γίνεται διαπραγμάτευση ανάμεσα στους δυο υπουργούς. Όταν λέμε Χάγη να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Χάγη σημαίνει ότι πρέπει πριν πας εκεί να ορίσεις τα χωρικά σου ύδατα. Γιατί αν δεν τα ορίσεις και έχεις 6 ναυτικά μίλια, μπορεί εμμέσως η Χάγη να στα προσδιορίσει και να στα αφήσει 6».
Για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Αναφέρθηκε στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας λέγοντας ότι η συζήτηση που αφήνει ο πρωθυπουργός να εκτυλίσσεται συνιστά ευτελισμό του θεσμού και εξήγησε: «Ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε πάρα πολύ καθαρά να πει ‘ξέρετε κάτι, σταματήστε τη συζήτηση θα ανανεώσω τη θητεία της κας Σακελαροπούλου’. Το ότι δεν το λέει, σημαίνει να μην πω ότι το έχει αποφασίσει να μην το κάνει, ότι μάλλον το σκέφτεται, έτσι; Θα πρέπει να μας εξηγήσει γιατί το σκέφτεται, θα πρέπει να μας πει αυτοκριτικά, στο βαθμό μάλιστα που το αποφασίσει, ότι έκανε λάθος που την πρότεινε και γιατί έκανε λάθος που την πρότεινε, που δεν ήταν καλή στα καθήκοντά της;
Σήμερα, ο Πρόεδρος να μπορεί να εκλεγεί ακόμα και με 120 ψήφους, με σχετική πλειοψηφία. Αυτό ευτελίζει το θεσμό». Σημείωσε ότι ο «Πρόεδρος δεν πρέπει να είναι ένα πρόσωπο παραταξιακό στενά, ένα πρόσωπο που θα βγαίνει με 120 ψήφους ή ένα πρόσωπο που θα το βάζουμε για μια χρήση και μετά χωρίς να εξηγούμε τον λόγο θα του λέμε τελείωσες τώρα, ο επόμενος. Δεν είναι Υπουργός Κυβέρνησης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Εκτίμησε ότι σε περίπτωση εκλογής με 120 ψήφους υπάρχει ζήτημα δεδηλωμένης και εξήγησε: «Εάν λοιπόν δεν μπορεί το κυβερνών κόμμα να έχει την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής του ομάδας σε αυτή την ψηφοφορία και ψάχνει δάνεια από ψήφους άλλων κομμάτων τίθεται μείζον πολιτικό ζήτημα κατά τη γνώμη μου».
Για την αντιπολίτευση
Ακολούθως είπε ότι το πρόβλημα για την χώρα και ακόμη και για την κυβέρνηση είναι η έλλειψη αντιπολίτευσης. Σημείωσε ότι το θέμα σήμερα δεν είναι επανασυγκολλήσεις κομμάτων αλλά να υπάρξει μία στοιχειώδης συνεννόηση ανάμεσα στις κατακερματισμένες προοδευτικές δυνάμεις, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο προγραμματικής και πολιτικής συζήτησης και σύγκλισης για τα μεγάλα θέματα της χώρας. Και αν είναι δυνατόν και ενός συντονισμού σε κοινοβουλευτικό επίπεδο.
Είπε ακόμη: «Τούτη την ώρα αυτό το οποίο έχουμε είναι λίγο οξύμωρο. Πάντοτε και πριν τη μεταπολίτευση, πριν την δικτατορία εννοώ, και μετά τη μεταπολίτευση είχαμε κυβερνήσεις οι οποίες έπεφταν, δεν είχαμε αντιπολιτεύσεις που έπεφταν. Τώρα δεν έπεσε η Κυβέρνηση έπεσε η αντιπολίτευση στη χώρα».
Άσκησε κριτική στο ΠΑΣΟΚ: «Έχουμε μία Αξιωματική Αντιπολίτευση, η οποία δεν έκανε και τίποτα για να ανέβει αλλά έμεινε στάσιμη και έγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση. Πήρε το 11,8% στις εκλογές τις εθνικές και το 12,9%-13% στις ευρωπαϊκές. Δεν είμαι και πολύ ευτυχής από την εικόνα που είδα στα μέσα ενημέρωσης της συνάντησης του Πρωθυπουργού με το νέο Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όπου η δήλωση ήταν ότι μόνο με τις συναινέσεις πάει μπροστά η χώρα. Ζωή να έχουμε, τόσα χρόνια, 50 χρόνια της μεταπολίτευσης το πολιτικό σύστημα και η χώρα πήγε μπροστά και με συγκρούσεις, όπου χρειάζεται. Δεν είναι το ζητούμενο σήμερα η συναίνεση. Η αντιπολίτευση είναι το ζητούμενο. Αλλά νομίζω δεν πήγε άσχημα η χώρα στα βασικά της ζητήματα. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι αντιπολίτευση σοβαρή, συγκροτημένη, εμπεριστατωμένη αλλά ισχυρή αντιπολίτευση. Αυτό χρειάζεται η χώρα».
Τέλος είπε ότι «οι πολιτικές δυνάμεις του προοδευτικού χώρου, θα πρέπει να απαντήσουνε και σε ένα κρίσιμο ερώτημα. Τι γίνεται την επόμενη μέρα. Αργά ή γρήγορα. Γιατί, για να μην αδικώ τον κύριο Ανδρουλάκη, είδα ότι το διόρθωσε. Αυτή την εικόνα την διόρθωσε. Είπε χτες ότι εγώ δεν θα συγκυβερνήσω με την Νέα Δημοκρατία όσο είμαι πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ».