Η τραγική κατάληξη της γέννησης ενός νεογέννητου κοριτσιού στο Γενικό Νοσοκομείο Άμφισσας έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και αμέτρητα ερωτήματα γύρω από τις συνθήκες που οδήγησαν στον θάνατό του.
Πρόκειται για την υπόθεση θανάτου ενός νεογέννητου κοριτσιού στις 5 Ιουλίου 2023 στο Γενικό Νοσοκομείο Άμφισσας, υπόθεση που βρίσκεται υπό ενδελεχή διερεύνηση από τις αρμόδιες αρχές.
Η μητέρα, ιδιωτική υπάλληλος, και ο σύζυγός της, προσδοκούσαν με χαρά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Η εγκυμοσύνη, που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2022, εξελισσόταν χωρίς προβλήματα, με όλα τα προγεννητικά τεστ, όπως η αυχενική διαφάνεια και ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (NIPT), να δείχνουν πως το έμβρυο ήταν υγιές.
Κατά τη διάρκεια της κύησης, η μητέρα ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του θεράποντα γυναικολόγου, ο οποίος χαρακτήριζε την εγκυμοσύνη «φυσιολογική» και μάλιστα μιλούσε για ένα «σούπερ» μωρό, αναφέρουν οι γονείς στην καταγγελία τους προς τον Ιατρικό Σύλλογο Φωκίδας.
Οι τακτικές επισκέψεις στον γιατρό, οι εξετάσεις υπερήχων και τα καρδιογραφήματα υποδείκνυαν ότι όλα εξελίσσονταν ομαλά.
Ακόμα και όταν υπήρξε η ανάγκη χορήγησης φαρμακευτικού σκευάσματος για να κατασταλεί πρόωρος τοκετός τον Ιούνιο του 2023, οι ιατροί διαβεβαίωσαν την οικογένεια ότι το μωρό ήταν υγιές και η γέννα μπορούσε να προγραμματιστεί ως φυσιολογική.
Από την προσδοκία στην τραγωδία
Στις 3 Ιουλίου 2023, η μητέρα εισήχθη στη μαιευτική κλινική του νοσοκομείου Άμφισσας για πρόκληση τοκετού. Αρχικά χορηγήθηκαν φάρμακα για την πρόκληση ωδίνων, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας σημειώθηκε πρόοδος στη διαδικασία διαστολής του τραχήλου.
Ωστόσο, οι έντονοι πόνοι και η εξάντληση οδήγησαν τη μητέρα να ζητήσει καισαρική τομή, κάτι που αρνήθηκε ο θεράπων ιατρός, υποστηρίζοντας πως όλα κυλούσαν φυσιολογικά.
«Αμφότεροι ήμασταν περιχαρείς και αδημονούσαμε να κρατήσουμε στην αγκαλιά μας το σπλάχνο μας. Δεν μας περνούσε καν από το μυαλό η τραγωδία που θα βιώναμε».
Τα ξημερώματα της 5ης Ιουλίου, η μητέρα είχε φτάσει σε πλήρη εξάντληση, ενώ ο τοκετός δεν είχε ολοκληρωθεί. Παρά τις εκκλήσεις της για καισαρική τομή, ο γιατρός αποφάσισε να συνεχίσει τη διαδικασία φυσιολογικά, χρησιμοποιώντας για μεγάλο διάστημα βεντούζα (αναρροφητική εμβρυουλκία) και εφαρμόζοντας έντονη πίεση στην κοιλιά της μητέρας.
Σύμφωνα με την οικογένεια, αυτές οι ενέργειες οδήγησαν σε σοβαρές κακώσεις στο κεφάλι και το σώμα του μωρού. Οι γονείς αναφέρουν στην καταγγελία τους: «Βλέποντας ότι δεν έχω άλλες δυνάμεις επιδόθηκαν (ο γιατρός και η μαία) σε μια μανιώδη, λυσσαλέα και βίαιη προσπάθεια εξώθηση. Συγκεκριμένα, ο αναφερόμενος ιατρός, φανερά εκνευρισμένος, συνέχισε να χρησιμοποιεί αδιάκοπα τη βεντούζα, ενώ η μαία έπεφτε επάνω στον θώρακά μου με όλο το βάρος του σώματός της, αποστερώντας μου εντελώς τη δυνατότητα αναπνοής, καίτοι είχα ήδη αναφέρει ότι δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Τον άκουσα να λέει ότι έχει πρηστεί το κεφάλι του μωρού, ωστόσο συνέχισε να χρησιμοποιεί τη βεντούζα».
Στις 07:10, σύμφωνα με την αφήγηση της μητέρας, εισήλθαν στην αίθουσα τοκετού δύο ακόμα μαίες, τα ονόματα των οποίων δεν γνώριζε, με σκοπό να βοηθήσουν στη διαδικασία της εξώθησης.
Ωστόσο, παρά την παρουσία τους, δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Στις 07:20, όπως περιέγραψε, μη μπορώντας να αντέξει τους αφόρητους πόνους, τη δυσκολία στην αναπνοή, αλλά και τη βιαιότητα που, όπως ανέφερε, επέδειξαν τόσο ο γιατρός όσο και η μαία, άρχισε να φωνάζει ζητώντας βοήθεια.
Εκείνη τη στιγμή, ο γιατρός, όπως περιγράφει, έδωσε εντολή να ετοιμαστεί η χειρουργική αίθουσα για να προχωρήσει σε καισαρική τομή. Ωστόσο, μέχρι να φτάσει το φορείο που θα τη μετέφερε στο χειρουργείο, της ζήτησε να προσπαθήσει να σπρώξει ξανά.
Παράλληλα, η καρδιακή δραστηριότητα του παιδιού παρακολουθείτο διαρκώς από καρδιοτοκογράφο, και οι παλμοί ήταν ευδιάκριτοι, τόσο στην ίδια μέσα στον θάλαμο τοκετού όσο και στον σύζυγό της που βρισκόταν ακριβώς έξω από αυτόν.
Λίγο μετά τις 07:20, προτού μεταφερθεί στη χειρουργική αίθουσα, ο γιατρός εξήλθε από την αίθουσα τοκετού και ενημέρωσε τον σύζυγό της ότι ο τοκετός θα πραγματοποιούνταν με καισαρική τομή.
Ο σύζυγός της, όπως εξήγησε η μητέρα, αιφνιδιάστηκε και ανησύχησε έντονα, καθώς παρατήρησε ότι το προστατευτικό κάλυμμα που φορούσε ο γιατρός πάνω από τη στολή του ήταν γεμάτο αίματα.
Αυτό το γεγονός του προκάλεσε μεγάλη ταραχή, καθώς σε καμία από τις βιντεοσκοπημένες γεννήσεις που είχαν δει στο διαδίκτυο δεν είχε παρατηρηθεί κάτι αντίστοιχο.
Επιπλέον, η μητέρα ανέφερε πως έμαθαν αργότερα από μια υπάλληλο καθαριότητας ότι η αίθουσα τοκετού παρουσίαζε τρομακτική εικόνα.
Η υπάλληλος τους περιέγραψε ότι υπήρχαν αίματα παντού, ακόμη και στους τοίχους, γεγονός που προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη αγωνία και φόβο για τη διαδικασία που είχαν βιώσει.
Η ιατροδικαστική εξέταση
Λίγο πριν τις 8:00 π.μ., το μωρό γεννήθηκε νεκρό, με εμφανείς κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. «Το παιδί μας ήταν νεκρό με παραμορφωμένο κεφάλι και συμπιεσμένο σώμα από την παρατεταμένη και βίαιη χρήση της βεντούζας» καταγγέλλουν οι γονείς του.
Ο ιατροδικαστής που ανέλαβε τη διερεύνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος προήλθε από τις κακώσεις αυτές, οι οποίες αποδόθηκαν στους μαιευτικούς χειρισμούς που εφαρμόστηκαν.
Στο πιστοποιητικό θανάτου που υπογράφει ο ιατροδικαστής Χριστόφορος Χ. Τσαλικίδης, διαπιστώνεται ως αιτία θανάτου οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις συνεπεία επίτοκων μαιευτικών χειρισμών, εν αναμονή εργαστηριακών εξετάσεων.
Η μητέρα υπέστη σοβαρή αιμορραγία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και χρειάστηκε μετάγγιση αίματος. Όπως αναφέρει η ίδια, η αίθουσα τοκετού ήταν γεμάτη αίμα, ενώ η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε τις επόμενες ημέρες.
Η ίδια καταγγέλλει πως, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασής της, ο θεράπων ιατρός έλαβε άδεια αμέσως μετά το περιστατικό, αφήνοντάς τη χωρίς την απαραίτητη παρακολούθηση.
Διαδοχικές ΕΔΕ
Η υπόθεση προκάλεσε την άμεση παρέμβαση της 5ης Υγειονομικής Περιφέρειας, η οποία διέταξε τη διενέργεια ΕΔΕ. Το αρχικό πόρισμα δεν κατέληξε σε ξεκάθαρα συμπεράσματα, επικαλούμενο αντιφάσεις στις καταθέσεις των εμπλεκομένων.
Ακολούθησε συμπληρωματική ΕΔΕ, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θεράπων ιατρός είχε επιδείξει αμέλεια στην εκπλήρωση των καθηκόντων του.
Σε συμπληρωματική ΕΔΕ ο διενεργήσας γιατρός κατέληξε στο συμπέρασμα πως για τον συγκεκριμένο γυναικολόγο στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα του άρθρου 107 παράγραφος 1, ήτοι της αμελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος.
Σύμφωνα με το πόρισμα της συμπληρωματικής ΕΔΕ, οι χειρισμοί που εφαρμόστηκαν στον τοκετό ήταν ανεπαρκείς και δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα ιατρικά πρότυπα.
Ο γιατρός κλήθηκε σε απολογία, ενώ η τελική απόφαση για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων αναμένεται μέχρι το τέλος του έτους.
Η οικογένεια του βρέφους έχει υποβάλει αναφορές και εξώδικα στις αρμόδιες αρχές, ζητώντας την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Καταγγέλλουν ότι η τραγική κατάληξη θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, εάν είχαν ληφθεί οι σωστές αποφάσεις την κατάλληλη στιγμή. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η καταγγελία του πατέρα, ο οποίος ανέφερε πως ο θεράπων ιατρός τού δήλωσε πως «ίσως να ήταν καλύτερα που γεννήθηκε νεκρό το μωρό, γιατί μπορεί να είχε πρόβλημα αργότερα στη ζωή του».