Υπάρχει ένα παράδοξο στην Ελλάδα το οποίο αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ ούτε να τα βάλω με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Καταλαβαίνω ότι η αρνητική είδηση πουλάει περισσότερο γι’ αυτό και αναπαράγεται και περισσότερο. Το κακό όμως είναι ότι στο κυνήγι της αρνητικής είδησης χάνεται και η καλή είδηση.
Μία από αυτές τις καλές ειδήσεις λοιπόν, που δεν έλαβε κατά τη γνώμη μου την αναγνωσιμότητα που της άξιζε είναι και το Πρόγραμμα GRIPP -SNF για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και της Μικροβιακής Αντοχής. Πρόκειται για ένα από τα «αθέατα θαύματα» του ΕΣΥ όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και ο Πρωθυπουργός, που στόχος του είναι η λειτουργία ενός ενιαίου εθνικού συστήματος καταγραφής για την επιτήρηση των νοσοκομειακών λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής και η εφαρμογή στρατηγικών ελέγχου τους. Το εν λόγω πρόγραμμα ξεκίνησε το 2021 πιλοτικά σε 10 νοσοκομεία και πρόσφατα βγήκαν στη δημοσιότητα τα πρώτα ενθαρρυντικά του αποτελέσματα. Το πιο εντυπωσιακό από όλα τα ευρήματα της έρευνας είναι ότι μέσα σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο, εκτιμάται ότι αποφεύχθηκαν τουλάχιστον 60 θάνατοι, 500 περιστατικά λοιμώξεων και πάνω από 5.000 ημέρες νοσηλείας.
Η πανδημία της COVID-19 έχει επιφέρει τεράστιο αντίκτυπο στη δημόσια υγεία και την οικονομία ως παγκόσμια απειλή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Σε αντίθεση, όμως, με την COVID-19 που αιφνιδίασε τον πλανήτη, η μικροβιακή αντοχή είναι μια κρίση που μπορεί να προβλεφθεί. Στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ΕΚΠΕΝ) δείχνουν ότι σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερα από 35.000 άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο από λοιμώξεις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά. Ταυτόχρονα, οι λοιμώξεις αυτές επιφέρουν πρόσθετο κόστος υγειονομικής περίθαλψης ύψους 1,5 δισ. ευρώ και απώλειες στην παραγωγικότητα.
Το πρόγραμμα GRIPP –SNF, το οποίο οφείλουμε εδώ να πούμε ότι υλοποιείται με την αποκλειστική δωρεά και χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ξεκίνησε με την ψηφιακή καταγραφή των πιο συχνών λοιμώξεων σε νοσοκομεία της Αττικής, της Θεσσαλονίκης, της Αλεξανδρούπολης, της Λάρισας, του Ρίου και του Ηρακλείου και με την κατάλληλη εκπαίδευση που έγινε στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετρήθηκε το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα, έχουμε την πρώτη καταγεγραμμένη τάση μείωσης των λοιμώξεων. Και αυτό αποτελεί όχι μόνο μια καλή είδηση από μόνο του, αλλά και μία ελπίδα ότι στο μέλλον μπορούν να αποφευχθούν νοσηλείες, σπατάλη δημόσιου χρήματος και προπάντων να σωθούν χιλιάδες ζωές συνανθρώπων μας.
Το επόμενο διάστημα θα επιδιώξουμε το πρόγραμμα να επεκταθεί και στα υπόλοιπα νοσοκομεία αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και σε άλλους δείκτες μικροβιακής αντοχής και κατανάλωσης αντιβιοτικών με στόχο αυτό το σωτήριο πρωτόκολλο στη διαχείριση των ασθενών να εδραιωθεί παντού. Επιπλέον, θα γίνει η βάση ώστε να ενταχθούν σε ένα σύστημα επιτήρησης και η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τα Κέντρα Αποκατάστασης. Γιατί για εμάς στο Υπουργείο Υγείας, κάθε ζωή μετράει.