Σε μια συνέντευξη που μοιράζεται ανάμεσα στο σήμερα και στο 2027, οπότε και ολοκληρώνεται ο οκταετής κυβερνητικός κύκλος, ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος σημειώνει, μιλώντας στην ιστοσελιδα Liberal, ότι, ναι, θα έχει ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια το κυβερνητικό στρατηγικό σχέδιο.
Θυμίζει δε, «ποιο ήταν το όραμα του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019. “Ισχυρή Ανάπτυξη για Αυτοδύναμη Ελλάδα”. Μετά από 10 επώδυνα χρόνια, η χώρα να γυρίσει σελίδα και ενωμένοι – ύστερα από μια μακρά περίοδο διχασμού και τοξικότητας – να το πετύχουμε χάρη στο συνεκτικό, ρεαλιστικό και τολμηρό στρατηγικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας. Τι προέβλεπε το σχέδιο που κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών; Μείωση των φορολογικών βαρών, κίνητρα για επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας με βελτίωση των μισθών, ασφάλεια, δυναμική και δίκαιη ανάπτυξη. Όλα αυτά όχι με ένα άρθρο και ένα νόμο, αλλά με μεταρρυθμίσεις και τομές, με πολλή δουλειά, επιμονή και αποφασιστικότητα προκειμένου να ελευθερωθεί η πατρίδα μας από τα βάρη του χθες. Να αλλάξει πίστα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Εξειδικεύοντας, αναδεικνύει σειρά κυβερνητικών επιτευγμάτων, όπως ότι «βρισκόμαστε πλέον στην 1η θέση σε μια σειρά κρίσιμους δείκτες: στη μείωση του ποσοστού ανεργίας μεταξύ των 27 της ΕΕ, στην ποσοστιαία αύξηση του όγκου επενδύσεων, στη μείωση του λόγου δημοσίου χρέους ως προς ΑΕΠ, στην αύξηση του μεριδίου στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών, στην άνοδο του επιπέδου ανταγωνισμού, στη μείωση της διαφοράς απόδοσης έναντι του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου. Έχουμε το χαμηλότερο σωρευτικό πληθωρισμό σε όλη την ΕΕ από το 2019 έως σήμερα και ταυτόχρονα καταφέραμε να δώσουμε σταθερές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις για πρώτη φορά από το 2010».
Επιπροσθέτως, «υλοποιούμε ιστορικές μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, στην Υγεία και στη Δικαιοσύνη που θα δείξουν τα αποτελέσματα τους εντός της τρέχουσας θητείας. Με ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους 102 δισ. δρομολογήσαμε περισσότερα από 6.000 έργα σε όλη τη χώρα με ωφελούμενους τους πολλούς».
Και, συμπερασματικά, «η Ελλάδα το 2027 δεν θα έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2019. Χρειάζεται, όπως λέω συχνά, να κοιτάζουμε τη μεγάλη εικόνα. Θα είμαστε καλύτεροι σε όλα τα κρίσιμα πεδία».
Όμως, σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Α. Σκέρτσος επιτίθεται στους αντιπάλους της κυβέρνησης, λέγοντας ότι «μόνο οι λαϊκιστές εξακολουθούν να τάζουν ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα μας μεταμορφώσουν αστραπιαία σε Ελβετία ή Δανία και θα μας απαλλάξουν σε μια νύχτα από τα προβλήματα μας, χωρίς όμως να υποστηρίζουν καμία ουσιαστική αλλαγή και μεταρρύθμιση. Δυστυχώς ορισμένοι στην αντιπολίτευση δεν έβαλαν μυαλό παρά τα όσα περάσαμε τη δεκαετία της χρεοκοπίας», επισημαίνει.
Ενώ, όπως υποστηρίζει σε άλλο σημείο, «είμαστε όμως η μόνη πολιτική δύναμη που διαθέτει σχέδιο και πόρους, αλλά πρωτίστως τη βούληση για να το εφαρμόσει». Αυτό δεν σημαίνει ότι «όλα έγιναν τέλεια, ότι δεν υπήρξαν λάθη, αστοχίες και καθυστερήσεις. Ξέρουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η καθημερινότητα των πολιτών δεν άλλαξε με την ταχύτητα που θέλαμε και οι αλλαγές δεν είναι ακόμη ορατές σε όλους. Όμως προσπαθούμε να έχουμε ανοιχτά αυτιά και να διορθώνουμε κάθε λάθος που είτε προϋπήρχε είτε μπορεί να προκύπτει και από δικές μας ενέργειες. Μόνο όποιος δεν πράττει δεν κάνει λάθη». Αλλά ως προς τον πυρήνα υλοποίησης των βασικών μεγάλων αλλαγών που «θα μετασχηματίσουν την Ελλάδα σε μια καλύτερη χώρα ώστε οι πολίτες να ζουν καλύτερα, αυτή η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη και δεν αλλάζει», διευκρινίζει.
Ερωτηθείς για τις δημοσκοπήσεις, ο ‘Α. Σκέρτσος προχωρά στην εκτίμηση ότι «είναι πρόσκαιρη αυτή η δημοσκοπική εικόνα». Εκτίμηση, την οποία στηρίζει στο ότι «θα συνεχίσουμε να εξηγούμε και θα το διαπιστώσουν και οι πολίτες ότι οι πολιτικές που υλοποιούμε είναι ορθές και δίκαιες, προς όφελος των πολλών και της χώρας».
Για τα σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου, τέλος, παραπέμπει στην απάντηση του πρωθυπουργού στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ. «Ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος είναι ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που εξασφαλίζει μια καλή ισορροπία μεταξύ της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος και μιας αναλογικής εκπροσώπησης στη Βουλή», είναι το σχόλιο του ‘Α. Σκέρτσου.