«Φωτιά» ήταν ο εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αλέξανδρος Σπηλιώτης σε βάρος του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Γιάννου Παπαντωνίου, που αντιμετωπίζει την κατηγορία του ξεπλύματος μαύρου χρήματος ύψους 2.437.962 ευρώ που φέρεται να έλαβε ως «μποναμά» από την «THALES NEDERLAND B.V.» προκειμένου να βάλει την υπογραφή του στη σύμβαση του 2003 για τον εκσυγχρονισμού 6 φρεγατών του πολεμικού Ναυτικού.
Μαζί του στο εδώλιο βρίσκονται και η σύζυγος του Σταυρούλα Κουράκου, που κατηγορείται για ξέπλυμα χρήματος, αλλά και ο στενός φίλος του ζευγαριού Ανδρέας Μπάρδης για το ίδιο αδίκημα. Και για τους δύο ο εισαγγελέας επίσης ζήτησε να κηρυχθούν ένοχοι για όσα κατηγορούνται.
«Η σύμβαση αυτή έχει όλα τα στοιχεία της απιστίας και ζημίωσε το Δημόσιο κατά 381 εκ. ευρώ. Γι’ αυτό έγινε η δωροδοκία, τίποτα δεν είμαι τσάμπα. Εφόσον υπήρχε μαύρο χρήμα, έπρεπε να νομιμοποιηθεί» είπε ο εισαγγελέας, βάζοντας στο κάδρο της ενοχής και τον Ανδρέα Μπάρδη λέγοντας πως γνώριζε τι έκανε και η επιλογή του, αφού ήταν στενός φιλος του ζευγαριού, δεν ήταν τυχαία.
«Τα χρήματα έρχονταν στο υπουργείο. Ο Μπεκατώρος συναντιόταν με τον Τραυλό. Δεν πάει κατευθείαν χρήμα στο γραφείο του υπουργού! Πρέπει να είσαι τελείως ερασιτέχνης! Δεν πάει κανείς ν’ αφήσει στο γραφείο υπουργού τη μίζα!» είπε μεταξύ άλλων ο εισαγγελέας αποδομώντας πλήρως όλους τους ισχυρισμούς Παπαντωνίου περί προέλευσης των χρημάτων.
«Σε ένα τρίτο που ακούει τέτοιο αφήγημα του δημιουργούνται αμφιβολίες και υποψίες ότι «κοροϊδευόμαστε». Στην εισαγγελική αρχή δε, δημιουργείται η πεποίθηση ότι αυτό είναι πρόσχημα!» ανέφερε χαρακτηριστικά αμφισβητώντας ότι τα χρήματα ήρθαν από τη «θεία από το Νίγηρα» και την πρώην σύζυγο του. Μάλιστα, επεσήμανε ότι οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι δεν απηλλάγησαν αλλά παραγράφηκε το αξιόποινο. Κατά την αγόρευση του έκανε λόγο για τεράστια ζημιά του Δημοσίου για μια διαδικασία που «θα μπορούσε να είχε γίνει τσάμπα από τα κονδύλια του πολεμικού ναυτικού».
Δίνοντας το ιστορικό της υπόθεσης, ο εισαγγελέας εξήγησε ότι στις 17/10/2001 με απόφαση Τσοχατζόπουλου εγκρίθηκε ο εκσυγχρονισμός 6 φρεγατών και πως ο κατηγορούμενος το Νοεμβρίου του 2001 ανέλαβε υπουργός Εθνικής Άμυνας. «Το πρόβλημα στην ασφάλεια της χώρας και το κατεπείγον δεν αποδείχθηκε κατά τη μειοψηφία της αρμόδιας επιτροπής προκειμένου να ληφθεί αποφαση για απευθείας ανάθεση» είπε ο εισαγγελέας, ενώ σχετικά με τον ισχυρισμό ότι είναι απροσδιόριστος ο χρόνος για την κατηγορία της παθητικής δωροδοκίας εξήγησε «κατά την άποψη μου ο χρόνος είναι προσδιορισμένος από τις κινήσεις των χρημάτων, δηλαδή από 31/7/2002 έως 20/10/2003».
Μάλιστα, υπογράμμισε ότι η δωροδοκία δε μπορεί να φανεί από τις κινήσεις λογαριασμών, επιμένοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν αφελές. «Δε μπορεί να λέμε ότι η δωροδοκία θα γίνει μέσω web banking! Είναι αφελές να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Αλλιώς γίνονται αυτές οι δουλειές, δια της μεταφοράς μετρητού χρήματος. Προέκυψε μεταφορά χρήμα που μεταφέρθηκε μέσω off shore εταιριών στην Ελλάδα. Προκύπτει ένα ποσό 1.250.000 ευρώ» ανέφερε και εξήγησε λίγο αργότερα ότι τα ποσά που φαίνεται πως μετακινήθηκαν μέσω λογαριασμών από Μπάρδη και Μπεκατώρο είναι λογικό να μη ταυτίζονται.
«Το ομόλογο είχε ρόλο ξεπλύματος»
«Επειδή δηλαδή δε σήκωσε ολόκληρο το επίμαχο ποσό σημαίνει κάτι; Δεν έχει αυτό καμία σχέση! Ο Μπάρδης λάμβανε χρηματικά ποσά μετρητά από τους Παπαντωνίου και Κουράκου και τα έβαζε στη Eurobank και μετά έφταναν στην Ελβετία. Ο Παπαντωνίου έδωσε στον Μπάρδη περίπου 2,5 εκ. ευρώ. Έπρεπε αυτά λεφτά να αποκτήσουν νομιμοφάνεια. Έγινε λοιπόν μια επένδυση σε ομόλογο. Αυτό σημαίνει ότι σε πρωτο επίπεδο ο Παπαντωνίου παρέδωσε διαδοχικά και τμηματικά 2,5 εκ στο Μπάρδη, ο οποίος τα μετάφερε μέσω τραπέζης σε ελληνικές και ελβετικές τράπεζες. Έπειτα έγινε η επένδυση στο ομόλογο, που έχει το ρόλο ξεπλύματος. Από που έχεις το χρήμα; Από το ομόλογο».
Κατά τον εισαγγελέα, το αφήγημα βγήκε στην επιφάνεια λόγω των ενεργειών της ελβετικής τράπεζας. «Είδαν αδικαιολόγητες κινήσεις και διατραπεζικές μεταφορές και θέλησε να δει τι κρύβεται από πίσω. Το ελβετικό τραπεζικό σύστημα είναι η καλύτερα ασφαλιστική δικές είδα παγκοσμίως. Όταν ήρθε η ώρα να δώσει εξηγήσεις ο Μπάρδης, η τράπεζα ήρθε και είπε ότι πραγματικός δικαιούχος ήταν η Σταυρούλα Κουράκου. Προέκυψε ότι ένα ποσό 600.000 ευρώ ήταν πράγματι του κ. Μπάρδη και του τα έδωσε ως πραγματικό δικαιούχο. Τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν σε άλλο λογαριασμό με εσωτερική εντολή και τελείωσε η διαδικασία του εσωτερικού ελέγχου και τέθηκαν υπό έρευνα και αμφισβήτηση».