Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε σήμερα ότι έδωσε εντολή για την έναρξη δοκιμών πυρηνικών όπλων, προκαλώντας έντονο διεθνές ενδιαφέρον και ανησυχία.
Η απόφαση γνωστοποιήθηκε λίγες ώρες πριν από τη συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο περιθώριο της συνόδου της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας – Ειρηνικού (APEC) στην πόλη Γκιονγκτζού της Νότιας Κορέας.
Ο Τραμπ υπερασπίστηκε την επιλογή του, δηλώνοντας πως «δεν είχε άλλη επιλογή», καθώς –όπως υποστήριξε– άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, έχουν ήδη προχωρήσει το τελευταίο διάστημα σε δοκιμές όπλων που μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν να μείνουν αδρανείς απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν περισσότερα πυρηνικά όπλα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αυτό επιτεύχθηκε, παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων, κατά τη διάρκεια της πρώτης μου θητείας (στον Λευκό Οίκο)», αναφέρει ο πρόεδρος Τραμπ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, συμπληρώνοντας πως επί του παρόντος η Ρωσία διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο και η Κίνα το τρίτο, αλλά ενδέχεται να το αυξήσουν σε ανάλογα επίπεδα την επόμενη πενταετία.
«Λόγω της τρομερής, καταστροφικής ισχύος τους, ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΟΥΝ να το κάνω αλλά δεν είχα άλλη επιλογή!», υπογραμμίζει.
«Εξαιτίας των δοκιμών από άλλες χώρες, έδωσα εντολή στο υπουργείο Πολέμου (σ.σ. όπως έχει μετονομαστεί το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ) να αρχίσει δοκιμές των πυρηνικών μας όπλων επί ίσοις όροις. Αυτή η διαδικασία θα ξεκινήσει αμέσως», τόνισε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Η τελευταία πυρηνική δοκιμή που πραγματοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1992, στο πεδίο δοκιμών της Νεβάδα. Έφερε την κωδική ονομασία «Divider» και εντασσόταν στο εκτεταμένο πρόγραμμα υπόγειων πυρηνικών εκρήξεων που οι ΗΠΑ υλοποιούσαν από το 1945, ξεκινώντας με τη θρυλική δοκιμή «Trinity» στο Νέο Μεξικό. Οι δοκιμές αυτές παρείχαν πολύτιμα δεδομένα για την αξιοπιστία και την απόδοση των νέων πυρηνικών όπλων, καθώς και για τη συντήρηση των ήδη υπαρχόντων.
Το 1992, ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε την επιβολή μορατόριουμ – δηλαδή προσωρινής αναστολής – των πυρηνικών δοκιμών, υπό την πίεση του διεθνούς κλίματος υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού που επικράτησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριξαν το 1996 τη δημιουργία της Συνθήκης για την Ολοκληρωτική Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT), η οποία απαγορεύει κάθε μορφή πυρηνικής έκρηξης. Αν και η συνθήκη δεν έχει ακόμη επικυρωθεί από την Ουάσιγκτον, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να την τηρούν στην πράξη.
Από το 1995 εφαρμόζουν το πρόγραμμα “Stockpile Stewardship Program”, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η διατήρηση και ο εκσυγχρονισμός του πυρηνικού τους οπλοστασίου χωρίς πραγματικές δοκιμές, με τη χρήση υπερυπολογιστών, προσομοιώσεων και προηγμένων εργαστηριακών πειραμάτων.
Συνολικά, από το 1945 έως το 1992, οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν 1.032 πυρηνικές δοκιμές, αριθμό μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο.













