Έκθεση σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα δημοσίευσε εχθές, Τρίτη, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αναφέροντας πως έχει υπάρξει επιδείνωση της κατάστασης, λόγω περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης.
Στη Γερμανία, στη Βρετανία και στη Γαλλία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόνισε πως «η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χειροτέρεψε κατά τη διάρκεια της χρονιάς» που πέρασε, στην έκθεσή για το 2024 που ξεκάθαρα αντανακλά τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Στη Γαλλία, η έκθεση κάνει λόγο για «αξιόπιστες πληροφορίες» περί «σοβαρών περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης» και αναζωπύρωσης των αντισημιτικών ενεργειών.
Στη Βρετανία, η Ουάσιγκτον επισήμανε νέο νόμο για την ασφάλεια στο διαδίκτυο, με σκοπό την καλύτερη προστασία των παιδιών, που επικρίνεται ιδίως από τον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης X του Ίλον Μασκ.
Ερωτηθείσα σχετικά, η εκπρόσωπος της αμερικανικής διπλωματίας Τάμι Μπρους αρνήθηκε να αναφερθεί σε κάποια χώρα ιδιαίτερα, έκρινε ωστόσο ότι «η κυβερνητική λογοκρισία είναι ανυπόφορη σε μια ελεύθερη κοινωνία». «Οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να καταφεύγουν στη λογοκρισία, στην αυθαίρετη ή παράνομη παρακολούθηση και σε περιοριστικούς νόμους εναντίον φωνών που δεν τους ικανοποιούν, συχνά για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους», είπε.
Αλλαγές στην έκθεση λόγω των εκλογών
Η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δημοσιοποιείται κάθε χρόνο την άνοιξη και αποτελεί πεδίο αναφοράς για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ωστόσο, φέτος η έκθεση υπέστη πολλές τροποποιήσεις καθώς συντάχθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και υπέστη πολλές τροποποιήσεις, προκειμένου να αντανακλά τις προτεραιότητες Τραμπ, κάτι που οδήγησε και στην καθυστέρηση δημοσιοποίησής της.
«Οι εκθέσεις αυτής της χρονιάς απλοποιήθηκαν ώστε να είναι πιο χρήσιμες και προσβάσιμες στο πεδίο και από τους εταίρους μας (…) και για να ευθυγραμμίζονται» με τις προτεραιότητες της σημερινής κυβέρνησης, αναφέρει το κείμενο.
«Μη αξιόπιστη» κρίνεται η έκθεση
Πολιτικοί της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και μη κυβερνητικές οργανώσεις εξέφρασαν ανησυχία και τόνισαν πως η τρέχουσα εκδοχή της έκθεσης δεν είναι ειλικρινής για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο. Ο δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν εκτίμησε πως η «πολιτικοποίηση» των εκθέσεων αυτών θα θέσει σε κίνδυνο «τους σκοπούς τους» και θα «μειώσει (…) την αξιοπιστία» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Για παράδειγμα στην περίπτωση του Ελ Σαλβαδόρ, όπου κυβερνά ο πρόεδρος Ναγίμπ Μπουκέλε, σύμμαχος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η έκθεση του αμερικανικού ΥΠΕΞ διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν «αξιόπιστες πληροφορίες που να κάνουν λόγο για σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Το Ελ Σαλβαδόρ επικρίνεται από διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις για τον ανελέητο πόλεμο εναντίον των «μάρας», των συμμοριών που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό, και για τις συνθήκες στο λεγόμενο κέντρο εγκλεισμού της τρομοκρατίας (CECOT), νέα φυλακή υψίστης ασφαλείας. Η κυβέρνηση Τραμπ απέλασε στο Σαλβαδόρ νωρίτερα φέτος εκατοντάδες υπηκόους Βενεζουέλας, που οδηγήθηκαν σε αυτή τη φυλακή όπου κατήγγειλαν πως υπέστησαν κακομεταχείριση και βασανιστήρια.
Αντίθετα με το Σαλβαδόρ η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σκιαγραφεί με μελανά χρώματα την κατάσταση σε χώρες με τις οποίες έχει σχέσεις ιδιαίτερα τεταμένες η κυβέρνηση Τραμπ, όπως η Νότια Αφρική και η Βραζιλία. «Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική χειροτέρεψε αξιοσημείωτα κατά τη διάρκεια της χρονιάς», σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, που κρίνει πως η Πρετόρια ξεπέρασε εσκαμμένα, έκανε «πολύ ανησυχητικό βήμα» αποφασίζοντας «την απαλλοτρίωση» ιδιοκτησιών των Αφρικάνερ -λευκών Νοτιοαφρικάνων- και διέπραξε «νέες παραβιάσεις των δικαιωμάτων φυλετικών μειονοτήτων στη χώρα», όπως σημείωσε αναφερόμενη και πάλι στους λευκούς πολίτες της χώρας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος κατήγγειλε με σφοδρότητα νωρίτερα φέτος νόμο με σκοπό να διευκολυνθεί η ανακατανομή γαιών για να διορθωθούν αδικίες, κληρονομιά του απαρτχάιντ, του status quo ante της κυριαρχίας της λευκής μειονότητας και του διαχωρισμού και της καταπίεσης της μαύρης πλειοψηφίας.
Όσο για τη Βραζιλία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταγγέλλει πως δικαστήρια πήραν «υπερβολικά και δυσανάλογα μέτρα» τα οποία «πλήττουν την ελευθερία της έκφρασης» και «περιορίζουν την πρόσβαση σε περιεχόμενα στο διαδίκτυο που κρίνονται “επιβλαβή για τη δημοκρατία”», σύμφωνα με την έκθεση.