Του Χαράλαμπου Β.Κατσιβαρδά
Το φαινόμενο της μεταναστεύσεως συνιστά ανυπερθέτως ένα διαχρονικώς ακανθώδες ζήτημα, το οποίο αφορά, την παγκόσμια κοινότητα, καθότι εξ αντικειμένου, οι συνθήκες του εκάστου κράτους, ένεκεν και συνεπεία της γεωπολιτικής ιδιομορφίας, αλλά και της οικονομικής του καταστάσεως, αναγκάζει τους πιο ευάλωτους πολίτες να μετακινούνται, εκόντες άκοντες, ανά τον κόσμο, προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους και να δραστηριοποιηθούν οικονομικά.
Εξ αυτού λοιπόν του λόγου, υφίσταται διάκριση της νομικής φύσεως των ετερόκλητων όρων της μεταναστεύσεως, δυνάμει των οποίων, ο εγχώριος αλλά και ο διεθνής νομοθέτης έχει διαχωρίσει την μετακίνηση των προσώπων, επί τω τέλει, αφενός, να διασφαλίσει τα συμφέροντα των κρατών υποδοχής και εξ ετέρου, να προασπίσει ούτως τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των μετακινούντων.
Τούτο δε, διότι, αφενός, ο κάθε οικονομικός μετανάστης δέον όπως παρεπιδημεί σε ένα δυνητικά εύρωστο οικονομικά κράτος, ικανό και πρόσφορο, να του κατοχυρώσει, τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβιώσεως, δηλαδή το γενικώς παραδεδεγμένο επίπεδο διαβίωσης (σίτιση, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση και εργασία) και εξ ετέρου το εκάστοτε κράτος υποδοχής να μην διακινδυνεύσει την ευταξία, την ασφάλεια και την εργασία των γηγενών πολιτών.
Η χρυσή αυτή τομή, διασφαλίζει ρητώς εκατέρωθεν τα διακυβευόμενα έννομα αγαθά, δηλαδή τόσο των μεταναστών όσο και του εκασταχού γηγενούς πληθυσμού του εκάστοτε κράτους υποδοχής των ενιαχού μετακινούντων.
Εξ αυτού του λόγου, υφίσταται η σαφής διάκριση, του οικονομικού μετανάστη τρίτης χώρας, εν σχέσει με τις χώρες της Ε.Ε., του πρόσφυγα, αλλά και των εξαιρετικών περιπτώσεων, οι οποίοι, χρήζουν ανθρωπιστικής βοήθειας, θεσπίζοντας εν ταυτώ και τις συγκεκριμένες προυποθέσεις _νομικές και οικονομικές_ οι οποίες επιβάλλεται να συντρέχουν σωρευτικώς ή διαζευκτικώς στα υπό μετακίνηση πρόσωπα.
Κατά αυτόν τον τρόπο το ιδιαίτατα καίριο φαινόμενο της μετανασταύσεως εξ αρχής οριοθετείται και αποσαφηνίζεται, ειδάλλως, οι μαζικές μετακινήσεις ιδίως σε χώρες, μικρού πληθυσμού, μη οικονομικά εύρωστες, όπως η Ελλάδα, θα δημιουργούσε, περισσότερα προβλήματα απ’ ότι θα επέλυε, τόσο, ως προς τους μετανάστες οι οποίοι θα ήσαν εγκλωβισμένοι, άνευ δυνατότητας μετακινήσεως σε άλλες χώρες προκειμένου να αντπυχθούν όσο και ως προς τον κοινωνικό ιστό του εκάστοτε γηγενούς πληθυσμού.
Ο αμείλικτος ρεαλισμός, επιτάσσει την χάραξη μίας πολιτικής, -δοθέντος ότι δεν συνιστά αποκλειστικό πρόβλημα της Πατρίδας μας, αλλά καθίσταται αρρήκτως συναρτημένο με την Ε.Ε και τις τελευταίας εμπόλεμες εξελίξεις-, η οποία θα σέβεται αφενός την ανθρώπινη αξία και εξ ετέρου τα δεδομένα του κράτους υποδοχής.
Η Νέα Δημοκρατία λοιπόν κινείται ευθέως προς την ως κατεύθυνση δια της νομοθετήσεως της, απεριφράστα και ευθύβολα, προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα τούτο, επ’ ωφελεία και των δύο ως άνω πλευρών, άνευ διολισθήσεως σε μία άκρατη και ανερμάτιστη ρητορική φληναφηματολογικής ουτοπίας, ως συλλήβδην τα αριστερά κόμματα πράττουν αλλά εν ταυτώ, κατά παραυτουργία και η αξιωματική αντιπολίτευση η οποία δήθεν πλειοδοτεί σε κίβδηλο ανθρωπισμό, όλως όμως υποκριτικώς.
Εν άλλοις λόγοις, με άναρθρες κραυγές και εκ του ασφαλούς, με ψευδεπίγραφα ανθρωπιστικά αφηγήματα, η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει ανεύθυνα, εν γένει, το φαινόμενο της μεταναστεύσεως και χωρίς καμία απτή ουσιαστική πρόταση για την άμεση τελεσφόρα και λυσιτελή αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού εις το μέλλον.
Η υπεύθυνη στάση για ένα τόσο ζέον ζήτημα, απαιτεί άμεσες πράξεις και όχι αόριστα και ουτοπικά επιχειρήματα άνευ ουδενός ρεαλιστικού αντικρίσματος, μίας δηλαδη καταδήλως ιδεοληπτικής πολιτικής, η οποία ενίοτε, επισωρεύει πολιτικά αδιέξοδα και εργαλειοποιεί την ανθρώπινη ζώη.
Για άλλη μία φορά η σταθέρα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αποδεικνύει την ποιοτικής της διαφορά εν τω πράττεσθαι, καθότι καθορά την πραγματικότητα κατάματα, και σπεύδει να εξεύρει, ασκαρδαμυκτί, τις κατάλληλες δυνατές λύσεις για την σύννομη και προσήκουσα λύση των προβλημάτων της κοινωνίας, αφισταμένη ενσυνειδήτως, από ανυπόστατα αφηγήματα και επικίνδυνα ευχολόγια, διότι όταν υφίσταται επιτακτικός και άμεσος κίνδυνος ή υπάρχει «οιονεί πόλεμος» οι αποφάσεις λαμβάνοναι μεν, με απόλυτη προσοχή απαρεγκλίτου τηρήσεως, των Διεθνών Συμβάσεων και της εγχώριας Νομιμότητας αλλά δε, λίαν αμέσως και ευστόχως όπως δει και συντελείται σήμερον.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Ανεξάρτητος Βουλευτής