«Πανταχόθεν του Πόντου αγγέλονται σφαγαί.. εις Κερασούντα.. εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν κατάστασις συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται, πριν η διπλωματία προλάβει ασχοληθεί περί αυτού».
Με αυτό το απελπισμένο τηλεγράφημα τον Ιούλιο του 1920, η Επιτροπεία Ποντίων ενημέρωνε με σπαρακτικό τρόπο τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τα γεγονότα που αποτέλεσαν την αρχή του τέλους του Ποντιακού Ελληνισμού..
Αυτό που για το Ελληνικό κράτος, ονομάζεται «Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων», και τιμάται την 19η Μαϊου, για κάθε σπίτι που έχει τις ρίζες του στον Πόντο, είναι μια μικρή καθημερινότητα, με σκυφτό κεφάλι και βουρκωμένα μάτια.
Είναι οι μνήμες από τις φωτιές, τους βιασμούς, τους αποκεφαλισμούς, τις ομαδικές εκτελέσεις, που εκείνοι που κατάφεραν να επιβιώσουν και να φτάσουν στην Ελλάδα, ξεριζωμένοι από το βιός και τις περιουσίες τους, από το νοικοκυριό και τη ζωή τους, θυμόντουσαν και μετέφεραν στους νεότερους.
Είναι οι ερωτήσεις, χωρίς απάντηση.
«Πότε έχεις γενέθλια γιαγιά;»
«Πού να ξέρω παιδί μου, τα χαρτιά μου κάηκαν στο ξεριζωμό, οι γονείς μου σφάχτηκαν και από τα 9 αδέρφια μόνο 3 φτάσαμε στο Κιλκίς».
Χωρίς ταυτότητα, χωρίς έγγραφα μα με χαραγμένη την ιστορία μέσα τους, να ανακινείται κάθε φορά που ο ήχος του κεμεντζέ άφηνε εκείνον τον κρυφό λυγμό.
Οι αριθμοί και τα στοιχεία, λένε πως κατά την αποβίβαση των Νεότουρκων στην Σαμψούντα, ξεκίνησε το δεύτερο και πιο αιματηρό κύμα του Απελευθερωτικού Αγώνα των Τούρκων κατά των Δυτικών.
Στην πραγματικότητα, μιλάμε για το αφανισμό των Ποντίων με κάθε τρόπο. Μια φρίκη χωρίς τέλος και έλεος, που τυχερός, ήταν όποιος πέθαινε γιατί όποιος έμενε, έπρεπε να υποστεί την πείνα, τη δίψα και την εξάντληση στην πορεία προς την ενδοχώρα.
Οι ομαδικές εκτελέσεις, τα παλουκώματα, οι αποκεφαλισμοί, οι βιασμοί, ήταν κάποιοι από τους τρόπους που οι Νεότουρκοι επέλεξαν να αφανίσουν τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Είχαν προηγηθεί οι συγκεντρώσεις στα τάγματα εργασίας, στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου οι Έλληνες του Πόντου οδηγούνταν μετά τις εξαντλητικές πορείες και την ασιτία, οι περισσότεροι δεν άντεχαν και πέθαιναν. Αργότερα, οι διώξεις πήραν το χαρακτήρα της γενοκτονίας και οι Τούρκοι δεν έδειχναν κανένα έλεος. Σκότωναν εν ψυχρώ άνδρες γυναίκες και παιδιά.
Χαρακτηριστική αποτύπωση της κτηνωδίας είναι η περιγραφή της Έθελ Τόμσον, Αμερικανίδας δημοσιογράφου που είδε με τα μάτια της, τη φρίκη, αλλά δυσκολευόταν να την αποδώσει:
«Στο δρόμο», έγραφε η Τόμσον, «συναντούσαμε ομίλους γερόντων, παιδίων, σε μια ατέλειωτη πορεία μαρτυρίου, όπου έπεφταν νεκροί από την εξάντλησιν και από τα χτυπήματα των συνοδών Τούρκων. Οι περισσότεροι εκλιπαρούν τον θάνατον. Στην πόλη Μεζερέχ, ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών μαζεμένα σε κύκλο. Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογα τους, χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Τα παιδάκια έσκυβαν κι έβαζαν τα χεράκια τους πάνω στο κεφάλι για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα. Μία μητέρα που όρμησε για να σώσει το παιδί της, δέχτηκε το ξίφος στην καρδιά κι έπεσε κατά γης! Πάθαμε νευρική κρίση! Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων. Η Αμερικανική Υπηρεσία υπολογίζει τους Ελληνες που εξολόθρευσαν οι Τούρκοι στην Σεβάστεια, σε τριάντα χιλιάδες».
Η Τόμσον ήταν υπό την προστασία Αμερικανικής Επιτροπής, η οποία περιόδευε στην περιοχή. Ο επικεφαλής της Επιτροπής, Ταγματάρχης Όουελ, καταγράφει: «Από τις 30.000 εκτοπισθέντες Έλληνες, εκ των παραλίων του Πόντου το 1921 στο Χαρπούτ, έφτασαν μόλις 5.000! Οι άλλοι εκτελέστηκαν ή πέθαναν στον μακρύ δρόμο της εξορίας. Μετρήσαμε καθ’ οδόν 3.000 πτώματα κατά μήκος των οδών, βορά των σκύλων, των λύκων και των γυπαετών, διότι απαγορεύουν οι Τούρκοι στους συγγενείς τους να τους θάψουν! Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες προβαίνουν σε ανήκουστους βιασμούς γυναικών και παρθένων, τας οποίας εγκαταλείπουν ημιθανείς επί των οδών «για να ψοφήσουν εκεί» όπως έλεγαν… Είναι απερίγραπτος ο κυνισμός τους, που ομολογούν ότι μέσα από τις μάζες των εκτοπισμένων συλλαμβάνουν γυναίκες και τις οδηγούν στα χαρέμια τους».
Η 19η Μαϊου, η μέρα της αποβίβασης του Κεμάλ στη Σαμψούντα, σήμανε το τέλος του Ποντιακού Ελληνισμού στον τόπο που γεννήθηκαν, έζησαν και πορεύτηκαν για αιώνες.
815 κοινότητες καμένες, εξαφανισμένες από το χάρτη, 1134 εκκλησίες γκρεμισμένες, 960 σχολεία και πάνω από 350.000 ψυχές αποτελούν την αριθμητική καταγραφή της Γενοκτονίας.
H αναγνώριση της Γενοκτονίας
Μια Γενοκτονία που το Ελληνικό κράτος – με σημαντική καθυστέρηση – αναγνώρισε το 1994.
Το 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την Γενοκτονία των Ασσυρίων.
Η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία μετά την Ελλάδα, με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 19 Μαΐου 1994 και έκτοτε τιμά τη μνήμη των θυμάτων .
Εκτός αυτών η Γενοκτονία έχει αναγνωριστεί από τη Σουηδία στις 11 Μαρτίου 2021, την Αρμενία το Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015.
Επιπλέον υπάρχουν και πολιτείες της Αμερικής που αναγνωρίζουν τη Γενοκτονία. Αυτές είναι οι εξής:
Νέα Υόρκη, 19 Μαΐου 2002
Νιου Τζέρσεϊ, 2 Σεπτεμβρίου 2002
Κολούμπια, 8 Δεκεμβρίου 2002
Νότια Καρολίνα, 10 Ιανουαρίου 2003
Τζόρτζια, 3 Φεβρουαρίου 2003
Πενσιλβάνια, 12 Δεκεμβρίου 2003
Φλόριντα, 20 Απριλίου 2005
Κλίβελαντ, 11 Μαΐου 2005
Ρόουντ Άιλαντ, 2008
Ιντιάνα, Δεκέμβριος 2014
Νότια Ντακότα, 26 Φεβρουαρίου 2015
Δυτική Βιρτζίνια, 24 Απριλίου 2016
Αλλά και οι εξής πολιτείες της Αυστραλίας:
Νότια Αυστραλία, 30 Απριλίου 2009
Νέα Νότια Ουαλία. Την 1η Μαΐου 2013 η Γερουσία, και στις 12 Μαΐου η Βουλή αναγνώρισαν τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Από τον Καναδά τη Γενοκτονία αναγνωρίζει το Τορόντο με ψήφισμα στις 4 Μαΐου του 2016, αλλά και οι πόλεις του Μόντρεαλ, η Οτάβα, το Λασάλ, η Οσάβα, και τα διαμερίσματα του Λαβάλ και του Βιλερέι Σεντ Μισέλ Παρκ Εξτενσιόν, αλλά και τα Δημοτικά Συμβούλια των πόλεων Βανκούβερ και Ρεγγίνας. Ο Καναδάς ως χώρα όμως δεν αναγνωρίζει επίσημα τη Γενοκτονία.
Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Ποντίων που αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα δεν είναι ακριβείς, καθώς περισσότεροι από 1.200.000 μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην ελληνική επικράτεια κατά τη δεκαετία του ’20.
Οι ποντιακές κοινότητες υπολογίζουν τον αριθμό των ξεριζωμένων σε 400.000 περίπου ψυχές, με το προσφυγικό ποντιακό κύμα να βρίσκει νέο σπίτι στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, αλλά και στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας κ.ά., μπολιάζοντας τον τοπικό πληθυσμό με τον πολιτισμό και το πνεύμα που έφεραν στις αποσκευές τους.
Η Τουρκία, φυσικά δεν αναγνωρίζει ούτε αυτή τη Γενοκτονία, και μιλά για «απώλειες πολέμου» και οι Πόντιοι, απανταχού της γης, γεννημένοι μαχητές, θα συνεχίσουν να μάχονται για τη δικαίωση, μη αφήνοντας να χαθεί στη λήθη η αιματοχυσία των προγόνων τους.